γεμιστός: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
(8)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gemistos
|Transliteration C=gemistos
|Beta Code=gemisto/s
|Beta Code=gemisto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">laden, full</b>, <span class="bibl">Ath.9.381a</span>.</span>
|Definition=γεμιστή, γεμιστόν, [[laden]], [[full]], Ath.9.381a.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[relleno]] γεμιστοῦ χοίρου Ath.381a.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γεμιστός''': -ή, -όν, πεφορτωμένος, [[πλήρης]], Ἀθήν. 381Α.
|lstext='''γεμιστός''': -ή, -όν, πεφορτωμένος, [[πλήρης]], Ἀθήν. 381Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν [[relleno]] γεμιστοῦ χοίρου Ath.381a.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γεμιστός]], -ή, -όν, Μ και γεμωστός)<br />ο [[γεμάτος]], ο [[πλήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαγητά) αυτός που τον έχουν παρασκευάσει με [[γέμιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γεμιστός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεμίζω]]<br />μσν. <i>γεμωστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεμώζω]] (<b>βλ.</b> [[γεμίζω]])].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γεμιστός]], -ή, -όν, Μ και γεμωστός)<br />ο [[γεμάτος]], ο [[πλήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για φαγητά) αυτός που τον έχουν παρασκευάσει με [[γέμιση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[γεμιστός]] <span style="color: red;"><</span> [[γεμίζω]]<br />μσν. <i>γεμωστός</i> <span style="color: red;"><</span> [[γεμώζω]] (<b>βλ.</b> [[γεμίζω]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεμιστός Medium diacritics: γεμιστός Low diacritics: γεμιστός Capitals: ΓΕΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: gemistós Transliteration B: gemistos Transliteration C: gemistos Beta Code: gemisto/s

English (LSJ)

γεμιστή, γεμιστόν, laden, full, Ath.9.381a.

Spanish (DGE)

-ή, -όν relleno γεμιστοῦ χοίρου Ath.381a.

Greek (Liddell-Scott)

γεμιστός: -ή, -όν, πεφορτωμένος, πλήρης, Ἀθήν. 381Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γεμιστός, -ή, -όν, Μ και γεμωστός)
ο γεμάτος, ο πλήρης
νεοελλ.
(για φαγητά) αυτός που τον έχουν παρασκευάσει με γέμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. γεμιστός < γεμίζω
μσν. γεμωστός < γεμώζω (βλ. γεμίζω)].