ἀνακομβόομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anakomvoomai
|Transliteration C=anakomvoomai
|Beta Code=a)nakombo/omai
|Beta Code=a)nakombo/omai
|Definition=[[gird oneself up]] for action, <span class="title">Gp.</span>10.83.1.
|Definition=[[gird oneself up]] for action, ''Gp.''10.83.1.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακομβόομαι''': ἀποθ., ἀνακομβώνομαι, «σκουμβώνομαι» [[ὅπως]] ἐργασθῶ, συζωσάμενος καὶ ἀνακομβωσάμενος Γεωπ. 10. 83. 1. Τὸ ἐνεργ. ἀνακομβόω ἀπαντᾷ παρὰ Στεφ. Διακ. 1137C. μετὰ τῆς σημασίας τοῦ «ξεκουμπώνω», «ξεγυμνώνω», ἀλλὰ καὶ τὸ [[μέσον]] δύναται νὰ ἐξηγηθῇ «ξεκουμβώνομαι», δηλ. [[ἐκβάλλω]] τὸ ἐπανωφόριόν μου [[ὅπως]] ἐργασθῶ: - οὕτω καί, ἀνεκμβώσατο τὰς χεῖρας Βίος Νείλ. Νεωτ. 76Α.
|lstext='''ἀνακομβόομαι''': ἀποθ., ἀνακομβώνομαι, «σκουμβώνομαι» [[ὅπως]] ἐργασθῶ, συζωσάμενος καὶ ἀνακομβωσάμενος Γεωπ. 10. 83. 1. Τὸ ἐνεργ. ἀνακομβόω ἀπαντᾷ παρὰ Στεφ. Διακ. 1137C. μετὰ τῆς σημασίας τοῦ «ξεκουμπώνω», «ξεγυμνώνω», ἀλλὰ καὶ τὸ [[μέσον]] δύναται νὰ ἐξηγηθῇ «ξεκουμβώνομαι», δηλ. [[ἐκβάλλω]] τὸ ἐπανωφόριόν μου [[ὅπως]] ἐργασθῶ: - οὕτω καί, ἀνεκμβώσατο τὰς χεῖρας Βίος Νείλ. Νεωτ. 76Α.
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακομβόομαι Medium diacritics: ἀνακομβόομαι Low diacritics: ανακομβόομαι Capitals: ΑΝΑΚΟΜΒΟΟΜΑΙ
Transliteration A: anakombóomai Transliteration B: anakomboomai Transliteration C: anakomvoomai Beta Code: a)nakombo/omai

English (LSJ)

gird oneself up for action, Gp.10.83.1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακομβόομαι: ἀποθ., ἀνακομβώνομαι, «σκουμβώνομαι» ὅπως ἐργασθῶ, συζωσάμενος καὶ ἀνακομβωσάμενος Γεωπ. 10. 83. 1. Τὸ ἐνεργ. ἀνακομβόω ἀπαντᾷ παρὰ Στεφ. Διακ. 1137C. μετὰ τῆς σημασίας τοῦ «ξεκουμπώνω», «ξεγυμνώνω», ἀλλὰ καὶ τὸ μέσον δύναται νὰ ἐξηγηθῇ «ξεκουμβώνομαι», δηλ. ἐκβάλλω τὸ ἐπανωφόριόν μου ὅπως ἐργασθῶ: - οὕτω καί, ἀνεκμβώσατο τὰς χεῖρας Βίος Νείλ. Νεωτ. 76Α.