τετρακέρατος: Difference between revisions

From LSJ

πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetrakeratos
|Transliteration C=tetrakeratos
|Beta Code=tetrake/ratos
|Beta Code=tetrake/ratos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[four-horned]], <span class="bibl">Orph.<span class="title">Fr.</span>77</span>.</span>
|Definition=τετρακέρατον, [[four-horned]], Orph.''Fr.''77.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκέρᾱτος Medium diacritics: τετρακέρατος Low diacritics: τετρακέρατος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: tetrakératos Transliteration B: tetrakeratos Transliteration C: tetrakeratos Beta Code: tetrake/ratos

English (LSJ)

τετρακέρατον, four-horned, Orph.Fr.77.

German (Pape)

[Seite 1097] = Folgdm, Schol. Nic. Th. 261.

Greek (Liddell-Scott)

τετρακέρατος: -ον, = τετράκερως, Νεῖλ. 164D, Achmes Ὀνειροκρ. 238, σ. 214. 2) ὁ τεσσάρων κερατίων, Θεοφάν. 757, 6, Κεδρ. ΙΙ, 38. 14.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετρακέρατος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τέσσερα κέρατα
νεοελλ.
αυτός που έχει τέσσερεις κεραίες
μσν.
αυτός που αξίζει τέσσερα κεράτια, τέσσερα καράτια («ἐπὶ τόκῳ τετρακεράτῳ τὸ νόμισμα ἀνὰ χρυσίου λιτρῶν δώδεκα», Θεοφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος), πρβλ. δι-κέρατος. Ο τ. με τη μσν. σημ. «αυτός που αξίζει τέσσερα καράτια» < τετρ(α)- + κεράτιον «καράτι»].