παρεγείρω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paregeiro
|Transliteration C=paregeiro
|Beta Code=paregei/rw
|Beta Code=paregei/rw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">raise partly</b>, διὰ τροχιλίας <span class="bibl">Plu.<span class="title">Eum.</span>11</span>.</span>
|Definition=[[raise partly]], διὰ τροχιλίας Plu.''Eum.''11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0510.png Seite 510]] (s. [[ἐγείρω]]), daneben erregen, Plut. Eumen. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0510.png Seite 510]] (s. [[ἐγείρω]]), daneben erregen, Plut. Eumen. 11.
}}
{{bailly
|btext=[[exciter à avancer]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐγείρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρεγείρω:''' [[слегка подгонять]] (''[[sc.]]'' τὸν ἵππον Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεγείρω''': [[ἐγείρω]] ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» ([[ἔνθα]] παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11.
|lstext='''παρεγείρω''': [[ἐγείρω]] ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» ([[ἔνθα]] παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[σηκώνω]] [[κάτι]] από το [[έδαφος]] ώστε μόνο ένα [[μέρος]] του να στηρίζεται σ' αυτό, μισοσηκώνω.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρεγείρω:''' μέλ. <i>-εγερῶ</i>, [[εγείρω]], [[ξεσηκώνω]] [[μερικώς]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -εγερῶ<br />to [[raise]] [[partly]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγείρω Medium diacritics: παρεγείρω Low diacritics: παρεγείρω Capitals: ΠΑΡΕΓΕΙΡΩ
Transliteration A: paregeírō Transliteration B: paregeirō Transliteration C: paregeiro Beta Code: paregei/rw

English (LSJ)

raise partly, διὰ τροχιλίας Plu.Eum.11.

German (Pape)

[Seite 510] (s. ἐγείρω), daneben erregen, Plut. Eumen. 11.

French (Bailly abrégé)

exciter à avancer.
Étymologie: παρά, ἐγείρω.

Russian (Dvoretsky)

παρεγείρω: слегка подгонять (sc. τὸν ἵππον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεγείρω: ἐγείρω ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» (ἔνθα παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11.

Greek Monolingual

Α
σηκώνω κάτι από το έδαφος ώστε μόνο ένα μέρος του να στηρίζεται σ' αυτό, μισοσηκώνω.

Greek Monotonic

παρεγείρω: μέλ. -εγερῶ, εγείρω, ξεσηκώνω μερικώς, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -εγερῶ
to raise partly, Plut.