σκοπιωρός: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(37) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skopioros | |Transliteration C=skopioros | ||
|Beta Code=skopiwro/s | |Beta Code=skopiwro/s | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[watcher]], ibid., restd. in Alciphr.1.17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[σκοπός]] που αποστέλλεται στην [[ξηρά]] για [[ανίχνευση]] χερσαίου ή θαλάσσιου τομέα που [[είναι]] [[αθέατος]] από τα αγκυροβολημένα σε όρμο πλοία, κν. βιγλαδόρος<br /><b>2.</b> [[ναύτης]] που εκτελεί [[υπηρεσία]] σε σταθμό σηματοδοσίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκοπός]], [[φρουρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπιά]], [[κατά]] το [[πυλωρός]]]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[σκοπός]] που αποστέλλεται στην [[ξηρά]] για [[ανίχνευση]] χερσαίου ή θαλάσσιου τομέα που [[είναι]] [[αθέατος]] από τα αγκυροβολημένα σε όρμο πλοία, κν. βιγλαδόρος<br /><b>2.</b> [[ναύτης]] που εκτελεί [[υπηρεσία]] σε σταθμό σηματοδοσίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκοπός]], [[φρουρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπιά]], [[κατά]] το [[πυλωρός]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκοπιωρός:''' ὁ ([[ὤρα]], Λατ. [[cura]]), [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[σκοπός]]. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σκοπι-ωρός, οῦ, ὁ, [ὥρα, [[cura]]]<br />a [[watcher]]. | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[φύλακας]]). Ἀπό τό [[σκοπιά]] + [[ὤρα]] (=[[φροντίδα]]). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[σκοπέω]] -ῶ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:24, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, watcher, ibid., restd. in Alciphr.1.17.
German (Pape)
[Seite 903] der Späher auf der Warte, Kundschafter, Wächter, Philostr. imagg. 1, 13 Alciphr. 1, 17.
Greek (Liddell-Scott)
σκοπιωρός: ὁ, (ὤρα) φύλαξ, σκοπός, Φιλόστρ. 784, Ἀλκίφρ. 1. 17.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ.
1. σκοπός που αποστέλλεται στην ξηρά για ανίχνευση χερσαίου ή θαλάσσιου τομέα που είναι αθέατος από τα αγκυροβολημένα σε όρμο πλοία, κν. βιγλαδόρος
2. ναύτης που εκτελεί υπηρεσία σε σταθμό σηματοδοσίας
αρχ.
σκοπός, φρουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπιά, κατά το πυλωρός].
Greek Monotonic
σκοπιωρός: ὁ (ὤρα, Λατ. cura), φύλακας, φρουρός, σκοπός.
Middle Liddell
σκοπι-ωρός, οῦ, ὁ, [ὥρα, cura]
a watcher.
Mantoulidis Etymological
(=φύλακας). Ἀπό τό σκοπιά + ὤρα (=φροντίδα). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα σκοπέω -ῶ.