σκοπιωρός: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(37)
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skopioros
|Transliteration C=skopioros
|Beta Code=skopiwro/s
|Beta Code=skopiwro/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">watcher</b>, ibid., restd. in <span class="bibl">Alciphr.1.17</span>.</span>
|Definition=ὁ, [[watcher]], ibid., restd. in Alciphr.1.17.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[σκοπός]] που αποστέλλεται στην [[ξηρά]] για [[ανίχνευση]] χερσαίου ή θαλάσσιου τομέα που [[είναι]] [[αθέατος]] από τα αγκυροβολημένα σε όρμο πλοία, κν. βιγλαδόρος<br /><b>2.</b> [[ναύτης]] που εκτελεί [[υπηρεσία]] σε σταθμό σηματοδοσίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκοπός]], [[φρουρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπιά]], [[κατά]] το [[πυλωρός]]].
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> [[σκοπός]] που αποστέλλεται στην [[ξηρά]] για [[ανίχνευση]] χερσαίου ή θαλάσσιου τομέα που [[είναι]] [[αθέατος]] από τα αγκυροβολημένα σε όρμο πλοία, κν. βιγλαδόρος<br /><b>2.</b> [[ναύτης]] που εκτελεί [[υπηρεσία]] σε σταθμό σηματοδοσίας<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκοπός]], [[φρουρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκοπιά]], [[κατά]] το [[πυλωρός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκοπιωρός:''' ὁ ([[ὤρα]], Λατ. [[cura]]), [[φύλακας]], [[φρουρός]], [[σκοπός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σκοπι-ωρός, οῦ, ὁ, [ὥρα, [[cura]]]<br />a [[watcher]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[φύλακας]]). Ἀπό τό [[σκοπιά]] + [[ὤρα]] (=[[φροντίδα]]). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[σκοπέω]] -ῶ.
}}
}}

Latest revision as of 12:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπιωρός Medium diacritics: σκοπιωρός Low diacritics: σκοπιωρός Capitals: ΣΚΟΠΙΩΡΟΣ
Transliteration A: skopiōrós Transliteration B: skopiōros Transliteration C: skopioros Beta Code: skopiwro/s

English (LSJ)

ὁ, watcher, ibid., restd. in Alciphr.1.17.

German (Pape)

[Seite 903] der Späher auf der Warte, Kundschafter, Wächter, Philostr. imagg. 1, 13 Alciphr. 1, 17.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπιωρός: ὁ, (ὤρα) φύλαξ, σκοπός, Φιλόστρ. 784, Ἀλκίφρ. 1. 17.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ.
1. σκοπός που αποστέλλεται στην ξηρά για ανίχνευση χερσαίου ή θαλάσσιου τομέα που είναι αθέατος από τα αγκυροβολημένα σε όρμο πλοία, κν. βιγλαδόρος
2. ναύτης που εκτελεί υπηρεσία σε σταθμό σηματοδοσίας
αρχ.
σκοπός, φρουρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοπιά, κατά το πυλωρός].

Greek Monotonic

σκοπιωρός: ὁ (ὤρα, Λατ. cura), φύλακας, φρουρός, σκοπός.

Middle Liddell

σκοπι-ωρός, οῦ, ὁ, [ὥρα, cura]
a watcher.

Mantoulidis Etymological

(=φύλακας). Ἀπό τό σκοπιά + ὤρα (=φροντίδα). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα σκοπέω -ῶ.