πασίδηλος: Difference between revisions

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pasidilos
|Transliteration C=pasidilos
|Beta Code=pasi/dhlos
|Beta Code=pasi/dhlos
|Definition=ον, [[all-manifest]], <span class="bibl">Hdn. <span class="title">Epim.</span>20</span>.
|Definition=πασίδηλον, [[all-manifest]], Hdn. ''Epim.''20.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾱσῐδηλος Medium diacritics: πασίδηλος Low diacritics: πασίδηλος Capitals: ΠΑΣΙΔΗΛΟΣ
Transliteration A: pasídēlos Transliteration B: pasidēlos Transliteration C: pasidilos Beta Code: pasi/dhlos

English (LSJ)

πασίδηλον, all-manifest, Hdn. Epim.20.

German (Pape)

[Seite 531] = πάνδηλος, Hdn. epimer. p. 20.

Greek (Liddell-Scott)

πᾱσίδηλος: -ον, ὁ τοῖς πᾶσι, δῆλος, φανερώτατος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 20.

Greek Monolingual

-η, -ο / πασίδηλος, -ον, ΝΜΑ
φανερός σε όλους, πασιφανής, ολοφάνερος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πασίδηλο
διεθν. δίκ. γεγονός του οποίου η απόδειξη δεν απαιτείται ως εκ της αναμφισβήτητης διαδόσεως του διεθνώς, στα όρια δεδομένου κράτους ή σε συγκεκριμένο τόπο, διότι θεωρείται αυταπόδεικτο.
επίρρ...
πασιδήλως
με ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του επιθ. πᾶς + δῆλος «φανερός»].