κοκκινίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kokkinizo
|Transliteration C=kokkinizo
|Beta Code=kokkini/zw
|Beta Code=kokkini/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[to be scarlet]], Sch.<span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.25</span>, <span class="bibl">5.271</span>.</span>
|Definition=to [[be scarlet]], Sch.Opp.''H.''3.25, 5.271.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκῐνίζω Medium diacritics: κοκκινίζω Low diacritics: κοκκινίζω Capitals: ΚΟΚΚΙΝΙΖΩ
Transliteration A: kokkinízō Transliteration B: kokkinizō Transliteration C: kokkinizo Beta Code: kokkini/zw

English (LSJ)

to be scarlet, Sch.Opp.H.3.25, 5.271.

German (Pape)

[Seite 1471] scharlachroth sein, Schol. Opp. Hal. 3, 25.

Greek (Liddell-Scott)

κοκκινίζω: εἶμαι ἢ γίνομαι κόκκινος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 3. 25., 5. 272.

Greek Monolingual

(AM κοκκινίζω) κόκκινος
παίρνω ερυθρό χρώμα, γίνομαι κόκκινος (α. «κοκκίνισε από την πολύωρη παραμονή του στον ήλιο» β. «είναι τόσο ντροπαλή που κοκκινίζει με το παραμικρό»)
νεοελλ.
(στη μαγειρική) φρύγω, τσιγαρίζω, καβουρδίζω
νεοελλ.-μσν.
1. (μτβ.) δίνω σε κάτι κόκκινο χρώμα, κάνω κάτι κόκκινο
2. μέσ. κοκκινίζομαι
βάφομαι με κοκκινάδι, ψιμυθιώνομαι, φτιασιδώνομαι.