κληρονόμημα: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klironomima
|Transliteration C=klironomima
|Beta Code=klhrono/mhma
|Beta Code=klhrono/mhma
|Definition=ατος, τό, [[inheritance]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tyr.</span>6</span>.
|Definition=-ατος, τό, [[inheritance]], Luc.''Tyr.''6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />héritage.<br />'''Étymologie:''' [[κληρονομέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[héritage]].<br />'''Étymologie:''' [[κληρονομέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κληρονόμημα''': τό, [[κληρονομία]], Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.
|elnltext=κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] [[erfenis]].
}}
{{elru
|elrutext='''κληρονόμημα:''' ατος τό наследие, наследство Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κληρονόμημα:''' -ατος, τό, [[κληρονομιά]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κληρονόμημα:''' -ατος, τό, [[κληρονομιά]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κληρονόμημα:''' ατος τό наследие, наследство Luc.
|lstext='''κληρονόμημα''': τό, [[κληρονομία]], Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.
}}
{{elnl
|elnltext=κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κληρονόμημα]], ατος, τό, [from [[κληρονομέω]]<br />an [[inheritance]], Luc. [from [[κληρονομέω]]
|mdlsjtxt=[[κληρονόμημα]], ατος, τό, [from [[κληρονομέω]]<br />an [[inheritance]], Luc. [from [[κληρονομέω]]
}}
}}

Latest revision as of 12:27, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κληρονόμημα Medium diacritics: κληρονόμημα Low diacritics: κληρονόμημα Capitals: ΚΛΗΡΟΝΟΜΗΜΑ
Transliteration A: klēronómēma Transliteration B: klēronomēma Transliteration C: klironomima Beta Code: klhrono/mhma

English (LSJ)

-ατος, τό, inheritance, Luc.Tyr.6.

German (Pape)

[Seite 1451] τό, das durchs Loos Zugetheilte, die Erbschaft, Luc. Tyrannicid. 6 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
héritage.
Étymologie: κληρονομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κληρονόμημα -ατος, τό [κληρονομέω] erfenis.

Russian (Dvoretsky)

κληρονόμημα: ατος τό наследие, наследство Luc.

Greek Monolingual

το (Α κληρονόμημα) κληρονομώ
η κληρονομία, αυτό που κληρονομεί κάποιος.

Greek Monotonic

κληρονόμημα: -ατος, τό, κληρονομιά, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κληρονόμημα: τό, κληρονομία, Λουκ. Τυρανν. 6, Κλήμ. Ἀλ. 879.

Middle Liddell

κληρονόμημα, ατος, τό, [from κληρονομέω
an inheritance, Luc. [from κληρονομέω