τραπεζοποιία: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trapezopoiia | |Transliteration C=trapezopoiia | ||
|Beta Code=trapezopoii/a | |Beta Code=trapezopoii/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[table-making]], Str.4.6.2 (pl.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τρᾰπεζοποιία''': ἡ, τὸ ποιεῖν, κατασκευάζειν τραπέζας, πολλὰ δὲ καὶ τῇ ποικιλίᾳ τῶν θυΐνων οὐκ ἔστι χείρω πρὸς τὰς τραπεζοποιΐας Στράβ. 202. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρᾰπεζοποιία:''' ἡ, η [[τέχνη]] της κατασκευής τραπεζιών, σε Στράβ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρᾰπεζο-ποιία, ἡ,<br />[[table]]-[[making]], Strab. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:31, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, table-making, Str.4.6.2 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζοποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν, κατασκευάζειν τραπέζας, πολλὰ δὲ καὶ τῇ ποικιλίᾳ τῶν θυΐνων οὐκ ἔστι χείρω πρὸς τὰς τραπεζοποιΐας Στράβ. 202.
Greek Monotonic
τρᾰπεζοποιία: ἡ, η τέχνη της κατασκευής τραπεζιών, σε Στράβ.