κοπίδερμος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(21) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kopidermos | |Transliteration C=kopidermos | ||
|Beta Code=kopi/dermos | |Beta Code=kopi/dermos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, = [[μαστιγίας]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κοπίδερμος]], -ον (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br />(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί [[περιτομή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[κοπίδερμος]]<br />[[άτομο]] άξιο μαστιγώματος, [[δούλος]], [[μαστιγίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπίς]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]]]. | |mltxt=[[κοπίδερμος]], -ον (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br />(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί [[περιτομή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[κοπίδερμος]]<br />[[άτομο]] άξιο μαστιγώματος, [[δούλος]], [[μαστιγίας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοπίς]] <span style="color: red;">+</span> [[δέρμα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:35, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, = μαστιγίας, Glossaria.
Greek Monolingual
κοπίδερμος, -ον (ΑM)
μσν.
(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί περιτομή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ό κοπίδερμος
άτομο άξιο μαστιγώματος, δούλος, μαστιγίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς + δέρμα].