τερέτισμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(41)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=teretisma
|Transliteration C=teretisma
|Beta Code=tere/tisma
|Beta Code=tere/tisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a humming, twanging</b>, φορμίγγων Diog. ap. <span class="bibl">D.L.6.104</span> (alluding to <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>200</span>), <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nigr.</span>15</span>, <span class="title">AP</span>7.612, cf. 11.352 (both Agath.); <b class="b2">chirruping</b> of cicadas, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., <b class="b2">a mere sound</b> or <b class="b2">twittering</b>, <b class="b3">τερετίσματα τὰ εἴδη</b> (the Platonic ideas) <span class="bibl">Arist.<span class="title">APo.</span>83a33</span>; <b class="b3">τὰ συνήθη ταῦτα τ</b>. the ordinary <b class="b2">prattle</b>, <span class="bibl">Procop.Gaz.<span class="title">Ep.</span>33</span>; τὸ πόημα οὐχ ὡς τ. καὶ κροῦμα νοοῦμεν <span class="bibl">Phld.<span class="title">Po.</span>2p.228H.</span></span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> a [[humming]], [[twanging]], φορμίγγων Diog. ap. D.L.6.104 (alluding to E.''Fr.''200), Luc.''Nigr.''15, ''AP''7.612, cf. 11.352 (both Agath.); [[chirruping]] of cicadas, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> metaph., [[a mere sound]] or [[twittering]], <b class="b3">τερετίσματα τὰ εἴδη</b> (the Platonic ideas) Arist.''APo.''83a33; <b class="b3">τὰ συνήθη ταῦτα τ.</b> the ordinary [[prattle]], Procop.Gaz.''Ep.''33; τὸ πόημα οὐχ ὡς τ. καὶ κροῦμα νοοῦμεν Phld.''Po.''2p.228H.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] τό, = Folgdm; Luc. Nigr. 15; ἀντίτυπον, Agath. 68 (XI, 352); φορμίγγων, 91 (VII, 612).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1093.png Seite 1093]] τό, = Folgdm; Luc. Nigr. 15; ἀντίτυπον, Agath. 68 (XI, 352); φορμίγγων, 91 (VII, 612).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[accords d'un chant fredonné]].<br />'''Étymologie:''' [[τερετίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερέτισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> досл. щебетание, перен. бренчание, бряцание (κρούματά τε καὶ τερετίσματα Luc.; φορμίγγων τερετίσματα Anth.);<br /><b class="num">2</b> [[пустой звук]], [[слово без смысла]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τερέτισμα''': τό, [[ἀπομίμησις]] τῆς φωνῆς χελιδόνος ἢ τέττιγος διὰ τῆς φόρμιγγος ἢ διὰ τοῦ στόματος, ᾆσμα, ᾠδή, Ἀνθολ. Π. 7. 612., 11. 352, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 15. ΙΙ. μεταφορ., μόνον [[ἦχος]] καὶ οὐδὲν πλέον, τερετίσματα τὰ εἴδη (αἱ τοῦ Πλάτωνος ἰδέαι) Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 22, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τερετίσματα· ὠδαὶ ἀπατηλαί, τὰ τῆς κιθάρας κρούματα, καὶ τὰ τῶν τεττίγων ᾄσματα».
|lstext='''τερέτισμα''': τό, [[ἀπομίμησις]] τῆς φωνῆς χελιδόνος ἢ τέττιγος διὰ τῆς φόρμιγγος ἢ διὰ τοῦ στόματος, ᾆσμα, ᾠδή, Ἀνθολ. Π. 7. 612., 11. 352, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 15. ΙΙ. μεταφορ., μόνον [[ἦχος]] καὶ οὐδὲν πλέον, τερετίσματα τὰ εἴδη (αἱ τοῦ Πλάτωνος ἰδέαι) Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 22, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τερετίσματα· ὠδαὶ ἀπατηλαί, τὰ τῆς κιθάρας κρούματα, καὶ τὰ τῶν τεττίγων ᾄσματα».
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ατος (τό) :<br />accords d’un chant fredonné.<br />'''Étymologie:''' [[τερετίζω]].
|mltxt=το, ΝΑ [[τερετίζω]]<br /><b>1.</b> (για [[χελιδόνι]], [[αηδόνι]] και [[τζιτζίκι]]) [[κελάηδημα]], [[ιδίως]] τρεμουλιαστό<br /><b>2.</b> [[απομίμηση]] της φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού<br /><b>νεοελλ.</b><br />σιγανό [[τραγούδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) <b>στον πληθ.</b> <i>τερετίσματα</i><br />«τὰ τῆς κιθάρας κρούματα» <br />β) «ᾠδὴ ἀπατηλή»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ήχος]] («τὸ πόημα οὐχ ὡς [[τερέτισμα]] καὶ κροῦμα νοοῦμεν», Φιλόδ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τερέτισμα:''' -ατος, τό, [[σφύριγμα]], [[τιτίβισμα]], σε Ανθ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=το, ΝΑ [[τερετίζω]]<br /><b>1.</b> (για [[χελιδόνι]], [[αηδόνι]] και [[τζιτζίκι]]) [[κελάηδημα]], [[ιδίως]] τρεμουλιαστό<br /><b>2.</b> [[απομίμηση]] της φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού<br /><b>νεοελλ.</b><br />σιγανό [[τραγούδι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> α) <b>στον πληθ.</b> <i>τερετίσματα</i><br />«τὰ τῆς κιθάρας κρούματα» <br />β) «ᾠδὴ ἀπατηλή»<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ήχος]] («τὸ πόημα οὐχ ὡς [[τερέτισμα]] καὶ κροῡμα νοοῡμεν», Φιλόδ.).
|mdlsjtxt=[[τερέτισμα]], ατος, τό, [from [[τερετίζω]]<br />a whistling, trilling, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερέτισμα Medium diacritics: τερέτισμα Low diacritics: τερέτισμα Capitals: ΤΕΡΕΤΙΣΜΑ
Transliteration A: terétisma Transliteration B: teretisma Transliteration C: teretisma Beta Code: tere/tisma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A a humming, twanging, φορμίγγων Diog. ap. D.L.6.104 (alluding to E.Fr.200), Luc.Nigr.15, AP7.612, cf. 11.352 (both Agath.); chirruping of cicadas, Hsch.
II metaph., a mere sound or twittering, τερετίσματα τὰ εἴδη (the Platonic ideas) Arist.APo.83a33; τὰ συνήθη ταῦτα τ. the ordinary prattle, Procop.Gaz.Ep.33; τὸ πόημα οὐχ ὡς τ. καὶ κροῦμα νοοῦμεν Phld.Po.2p.228H.

German (Pape)

[Seite 1093] τό, = Folgdm; Luc. Nigr. 15; ἀντίτυπον, Agath. 68 (XI, 352); φορμίγγων, 91 (VII, 612).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
accords d'un chant fredonné.
Étymologie: τερετίζω.

Russian (Dvoretsky)

τερέτισμα: ατος τό
1 досл. щебетание, перен. бренчание, бряцание (κρούματά τε καὶ τερετίσματα Luc.; φορμίγγων τερετίσματα Anth.);
2 пустой звук, слово без смысла Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τερέτισμα: τό, ἀπομίμησις τῆς φωνῆς χελιδόνος ἢ τέττιγος διὰ τῆς φόρμιγγος ἢ διὰ τοῦ στόματος, ᾆσμα, ᾠδή, Ἀνθολ. Π. 7. 612., 11. 352, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 15. ΙΙ. μεταφορ., μόνον ἦχος καὶ οὐδὲν πλέον, τερετίσματα τὰ εἴδη (αἱ τοῦ Πλάτωνος ἰδέαι) Ἀριστ. Ἀν. Ὕστ. 1. 22, 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τερετίσματα· ὠδαὶ ἀπατηλαί, τὰ τῆς κιθάρας κρούματα, καὶ τὰ τῶν τεττίγων ᾄσματα».

Greek Monolingual

το, ΝΑ τερετίζω
1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό
2. απομίμηση της φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού
νεοελλ.
σιγανό τραγούδι
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα
«τὰ τῆς κιθάρας κρούματα»
β) «ᾠδὴ ἀπατηλή»
2. μτφ. ήχος («τὸ πόημα οὐχ ὡς τερέτισμα καὶ κροῦμα νοοῦμεν», Φιλόδ.).

Greek Monotonic

τερέτισμα: -ατος, τό, σφύριγμα, τιτίβισμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

τερέτισμα, ατος, τό, [from τερετίζω
a whistling, trilling, Anth.