ὑδατηρός: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ydatiros | |Transliteration C=ydatiros | ||
|Beta Code=u(dathro/s | |Beta Code=u(dathro/s | ||
|Definition=ά, όν, of or for [[water]], <b class="b3">μήτε κρωσσοὺς μήτ' οἰνηροὺς μήθ' ὑ</b> | |Definition=ά, όν, of or for [[water]], <b class="b3">μήτε κρωσσοὺς μήτ' οἰνηροὺς μήθ' ὑ.</b> [[water-ewers]] or [[pails]], A.''Fr.''96 (anap.), as cited by Poll.6.23; but <b class="b3">ὑδρηροὺς πίθους καὶ οἰνηρούς</b> as cited in ''AB''115. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
ά, όν, of or for water, μήτε κρωσσοὺς μήτ' οἰνηροὺς μήθ' ὑ. water-ewers or pails, A.Fr.96 (anap.), as cited by Poll.6.23; but ὑδρηροὺς πίθους καὶ οἰνηρούς as cited in AB115.
German (Pape)
[Seite 1172] zum Wasser gehörend, Wasser in sich fassend, κρωσσός, Wassereimer, Aesch. frg. 328.
Russian (Dvoretsky)
ὑδᾰτηρός: (ῠ) служащий для воды (κρωσσός Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑδᾰτηρός: -ά, -όν, (ὕδωρ) ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος, κρωσσοὺς μητ’ οἰνηροὺς μήθ’ ὑδατηρούς, ὑδρίας ἢ κάδους μήτε διὰ οἶνον μήτε διὰ ὕδωρ, Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 96) ὡς μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. ϛʹ, 23· ἀλλά, «ὑδατηροὺς πίθους καὶ οἰνηρούς; Αἰσχύλος Καείρας» ἐν Α. Β. 115, 3.
Greek Monolingual
-ά, -όν, ΜΑ
(ποιητ. τ.) μσν. υδάτινος
αρχ.
αυτός που χρησιμεύει για εναπόθεση νερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιματηρός)].