καταπολεύω: Difference between revisions
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katapoleyo | |Transliteration C=katapoleyo | ||
|Beta Code=katapoleu/w | |Beta Code=katapoleu/w | ||
|Definition=[[revolve]], <b class="b3">ὁ ἰσημερινὸς τῷ βορείῳ κύκλῳ -εύοντι | |Definition=[[revolve]], <b class="b3">ὁ ἰσημερινὸς τῷ βορείῳ κύκλῳ -εύοντι βραδυτέρω… ὁμοχρόνως κινεῖται</b> Sch.Arat.147; of the constellation [[Ἄρκτος]], [[move downwards in an orbit]], opp. [[ἀναπολεύω]], ''PMag.Par.''1.702. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 13:13, 25 August 2023
English (LSJ)
revolve, ὁ ἰσημερινὸς τῷ βορείῳ κύκλῳ -εύοντι βραδυτέρω… ὁμοχρόνως κινεῖται Sch.Arat.147; of the constellation Ἄρκτος, move downwards in an orbit, opp. ἀναπολεύω, PMag.Par.1.702.
German (Pape)
[Seite 1371] sich drehen, Schol. Arat. Phaen. 147.
Greek (Liddell-Scott)
καταπολεύω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ πολεύω, στρέφομαι, Σχόλ. εἰς Ἀράτ. Φαιν. 147.
Greek Monolingual
καταπολεύω (Α)
1. στρέφομαι
2. πάπ. (για τον αστερισμό Άρκτος) κινούμαι προς τα κάτω κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πολεύω «στρέφομαι» (< πόλος)].