ἐρίδουπος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(Bailly1_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eridoupos
|Transliteration C=eridoupos
|Beta Code=e)ri/doupos
|Beta Code=e)ri/doupos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[ἐρίγδουπος]], in Hom. always of things and places, <b class="b3">ἀκταί, ποταμοί</b>, <span class="bibl">Il.20.50</span>, <span class="bibl">Od.10.515</span> ; αἴθουσα <span class="bibl">Il.24.323</span>, <span class="bibl">Od.20.176</span> ; <b class="b2">resounding</b>, ἀκοή <span class="bibl">Emp.4.11</span>.</span>
|Definition=ἐρίδουπον, = [[ἐρίγδουπος]], in Hom. always of things and places, [[ἀκταί]], [[ποταμοί]], Il.20.50, Od.10.515; αἴθουσα Il.24.323, Od.20.176; [[resounding]], ἀκοή Emp.4.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] sehr tosend, hallend, bei Hom. immer von leblosen Dingen, z. B. [[αἴθουσα]], ἀκταί Il. 20, 50, ποταμοί Od. 9, 515; s. [[ἐρίγδουπος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1028.png Seite 1028]] sehr tosend, hallend, bei Hom. immer von leblosen Dingen, z. B. [[αἴθουσα]], ἀκταί Il. 20, 50, ποταμοί Od. 9, 515; s. [[ἐρίγδουπος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἐρίγδουπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρίδουπος:''' Hom. = [[ἐρίγδουπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίδουπος''': -ον, ὡς τὸ [[ἐρίγδουπος]], πλὴν ὅτι ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν δεύτερον τύπον ἐπὶ προσώπων, τὸν δὲ πρῶτον ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων καὶ τόπων, ἀκτάων ἐριδούπων Ἰλ. Υ. 50· ποταμῶν ἐριδούπων Ὀδ. Κ. 515· αἰθούσης ἐριδούπου Ἰλ. Ω. 323, κτλ.
|lstext='''ἐρίδουπος''': -ον, ὡς τὸ [[ἐρίγδουπος]], πλὴν ὅτι ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν δεύτερον τύπον ἐπὶ προσώπων, τὸν δὲ πρῶτον ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων καὶ τόπων, ἀκτάων ἐριδούπων Ἰλ. Υ. 50· ποταμῶν ἐριδούπων Ὀδ. Κ. 515· αἰθούσης ἐριδούπου Ἰλ. Ω. 323, κτλ.
}}
}}
{{bailly
{{Autenrieth
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἐρίγδουπος]].
|auten=see [[ἐρίγδουπος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίδουπος]], -ον (Α)<br />(για άψυχα) αυτός που ηχεί πολύ [[δυνατά]], [[θορυβώδης]], [[ερίγδουπος]] («ποταμῶν ἐριδούπων», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[ερίγδουπος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐρίδουπος:''' -ον, = [[ἐρίγδουπος]], σε Όμηρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐρί-δουπος, ον = [[ἐρίγδουπος]], Hom.]
}}
}}

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίδουπος Medium diacritics: ἐρίδουπος Low diacritics: ερίδουπος Capitals: ΕΡΙΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: erídoupos Transliteration B: eridoupos Transliteration C: eridoupos Beta Code: e)ri/doupos

English (LSJ)

ἐρίδουπον, = ἐρίγδουπος, in Hom. always of things and places, ἀκταί, ποταμοί, Il.20.50, Od.10.515; αἴθουσα Il.24.323, Od.20.176; resounding, ἀκοή Emp.4.11.

German (Pape)

[Seite 1028] sehr tosend, hallend, bei Hom. immer von leblosen Dingen, z. B. αἴθουσα, ἀκταί Il. 20, 50, ποταμοί Od. 9, 515; s. ἐρίγδουπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐρίγδουπος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίδουπος: Hom. = ἐρίγδουπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίδουπος: -ον, ὡς τὸ ἐρίγδουπος, πλὴν ὅτι ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν δεύτερον τύπον ἐπὶ προσώπων, τὸν δὲ πρῶτον ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων καὶ τόπων, ἀκτάων ἐριδούπων Ἰλ. Υ. 50· ποταμῶν ἐριδούπων Ὀδ. Κ. 515· αἰθούσης ἐριδούπου Ἰλ. Ω. 323, κτλ.

English (Autenrieth)

see ἐρίγδουπος.

Greek Monolingual

ἐρίδουπος, -ον (Α)
(για άψυχα) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, θορυβώδης, ερίγδουπος («ποταμῶν ἐριδούπων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερίγδουπος].

Greek Monotonic

ἐρίδουπος: -ον, = ἐρίγδουπος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἐρί-δουπος, ον = ἐρίγδουπος, Hom.]