τροπιδεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tropideion
|Transliteration C=tropideion
|Beta Code=tropidei=on
|Beta Code=tropidei=on
|Definition=τό, = [[τρόπις]], τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι to lay [[the keel]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>803a</span>; [[varia lectio|v.l.]] [[τροπίδια]], cf. <span class="bibl">Poll.1.85</span>, Phot.
|Definition=τό, = [[τρόπις]], τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι to lay [[the keel]], Pl.''Lg.''803a; [[varia lectio|v.l.]] [[τροπίδια]], cf. Poll.1.85, Phot.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=τροπιδεῖον -ου, τό [τρόπις] [[kielbalk]].
|elnltext=τροπιδεῖον -ου, τό [τρόπις] [[kielbalk]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροπῐδεῖον Medium diacritics: τροπιδεῖον Low diacritics: τροπιδείον Capitals: ΤΡΟΠΙΔΕΙΟΝ
Transliteration A: tropideîon Transliteration B: tropideion Transliteration C: tropideion Beta Code: tropidei=on

English (LSJ)

τό, = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι to lay the keel, Pl.Lg.803a; v.l. τροπίδια, cf. Poll.1.85, Phot.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τροπιδεῖον -ου, τό [τρόπις] kielbalk.

Russian (Dvoretsky)

τροπιδεῖον: τό киль: τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι Plat. закладывать кили, т. е. приступать к постройке судов (см. тж. τρόπις 1).

Greek (Liddell-Scott)

τροπιδεῖον: τό, = τρόπις, τροπιδεῖα καταβάλλεσθαι, καταβάλλειν, τοποθετεῖν τὴν τρόπιν, Πλάτ. Νόμ. 803Α· κοινῶς φέρεται τροπίδια, ὅστις τύπος ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 97. - Κατὰ Φώτ.: «τροπίδια τὰ εἰς τρόπιν νεὼς εὐθετοῦντα ξύλα· μεταφορικῶς δὲ καὶ ἐπὶ καταβολῆς τινος καὶ ἀρχῆς πράγματος· καὶ ὁ τόπος ἐφ’ οὗ τίθεται ἡ τρόπις

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. τρόπιδα, καρίνα
2. φρ. «τροπιδεῖα καταβάλλομαι» — τοποθετώ την τρόπιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπις, -ιδος «καρίνα πλοίου» + επίθημα -εῖον (πρβλ. φορεῖον)].