τετραορία: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
(41)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetraoria
|Transliteration C=tetraoria
|Beta Code=tetraori/a
|Beta Code=tetraori/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">four-horsed chariot</b>, <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>2.5</span>, <span class="bibl"><span class="title">P.</span>2.4</span>, al.</span>
|Definition=ἡ, [[four-horsed chariot]], Pi.''O.''2.5, ''P.''2.4, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1098.png Seite 1098]] ἡ, ein vierspänniger Wagen, Pind. Ol. 2, 5 P. 2, 4 N. 4, 28.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1098.png Seite 1098]] ἡ, ein vierspänniger Wagen, Pind. Ol. 2, 5 P. 2, 4 N. 4, 28.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[attelage de quatre chevaux]].<br />'''Étymologie:''' [[τετράορος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾱορία:''' ἡ [[четверная запряжка]], [[четверка лошадей]] Pind.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρᾱορία''': ἡ, ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων, νικαφόρου Πινδ. Ο. 2. 8, Π. 2. 8, κλπ.
|lstext='''τετρᾱορία''': ἡ, ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων, νικαφόρου Πινδ. Ο. 2. 8, Π. 2. 8, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />attelage de quatre chevaux.<br />'''Étymologie:''' [[τετράορος]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>τετρᾱορία</b> (-ίας, -ιᾶν, -ίας.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[four]]-[[horse]] [[chariot]] τετραορίας [[ἕνεκα]] νικαφόρου (O. 2.5) ἀγγελίαν τετραορίας ἐλελίχθονος (P. 2.4) οὐ τετραορίας γε πρὶν [[δυώδεκα]] πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (I. 3.17)
|sltr=<b>τετρᾱορία</b> (-ίας, -ιᾶν, -ίας.) [[four]]-[[horse]] [[chariot]] τετραορίας [[ἕνεκα]] νικαφόρου (O. 2.5) ἀγγελίαν τετραορίας ἐλελίχθονος (P. 2.4) οὐ τετραορίας γε πρὶν [[δυώδεκα]] πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (I. 3.17)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α [[τετράορος]]<br />[[άρμα]] με [[τέσσερεις]] ίππους, [[τέθριππο]] («θύρωνα δὲ τετραορίας [[ἕνεκα]] νικαφόρου [[γεγωνητέον]]», <b>Πίνδ.</b>).
|mltxt=ἡ, Α [[τετράορος]]<br />[[άρμα]] με [[τέσσερεις]] ίππους, [[τέθριππο]] («θύρωνα δὲ τετραορίας [[ἕνεκα]] νικαφόρου [[γεγωνητέον]]», <b>Πίνδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''τετρᾱορία:''' ἡ, [[άρμα]] από [[τέσσερα]] άλογα, σε Πίνδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρᾱορία, ἡ,<br />a [[four]]-[[horsed]] [[chariot]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 13:18, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾱορία Medium diacritics: τετραορία Low diacritics: τετραορία Capitals: ΤΕΤΡΑΟΡΙΑ
Transliteration A: tetraoría Transliteration B: tetraoria Transliteration C: tetraoria Beta Code: tetraori/a

English (LSJ)

ἡ, four-horsed chariot, Pi.O.2.5, P.2.4, al.

German (Pape)

[Seite 1098] ἡ, ein vierspänniger Wagen, Pind. Ol. 2, 5 P. 2, 4 N. 4, 28.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
attelage de quatre chevaux.
Étymologie: τετράορος.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾱορία:четверная запряжка, четверка лошадей Pind.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾱορία: ἡ, ἅρμα ἐκ τεσσάρων ἵππων, νικαφόρου Πινδ. Ο. 2. 8, Π. 2. 8, κλπ.

English (Slater)

τετρᾱορία (-ίας, -ιᾶν, -ίας.) four-horse chariot τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου (O. 2.5) ἀγγελίαν τετραορίας ἐλελίχθονος (P. 2.4) οὐ τετραορίας γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) καὶ ματρόθε Λαβδακίδαισιν σύννομοι πλούτου διέστειχον τετραοριᾶν πόνοις (I. 3.17)

Greek Monolingual

ἡ, Α τετράορος
άρμα με τέσσερεις ίππους, τέθριππο («θύρωνα δὲ τετραορίας ἕνεκα νικαφόρου γεγωνητέον», Πίνδ.).

Greek Monotonic

τετρᾱορία: ἡ, άρμα από τέσσερα άλογα, σε Πίνδ.

Middle Liddell

τετρᾱορία, ἡ,
a four-horsed chariot, Pind.