φερέμηλος: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=feremilos | |Transliteration C=feremilos | ||
|Beta Code=fere/mhlos | |Beta Code=fere/mhlos | ||
|Definition= | |Definition=φερέμηλον, = [[πολύμηλος]], [[νᾶσοι]] Pi.''Pae.''5.38. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
φερέμηλον, = πολύμηλος, νᾶσοι Pi.Pae.5.38.
English (Slater)
φερέμηλος, -ον producing sheep καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους (Pae. 5.38)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για νήσο) αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολύμηλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -μηλος (< μῆλον [ΙΙ] «πρόβατο»), πρβλ. δεξίμηλος].