τρυγόνιος: Difference between revisions
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trygonios | |Transliteration C=trygonios | ||
|Beta Code=trugo/nios | |Beta Code=trugo/nios | ||
|Definition=α, ον, of or from a τρυγών 11, | |Definition=α, ον, of or from a τρυγών 11, Opp.''H.''2.480. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, of or from a τρυγών 11, Opp.H.2.480.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡγόνιος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τρυγόνα (ΙΙ), τρυγονίου δ’ οὔπω τι κακώτερον ἔπλετο πῆμα τρώματος Ὀππιαν. Ἁλ. 2. 480.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α τρυγών, -όνος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θαλάσσιο ψάρι τρυγόνα.
German (Pape)
[ῡ], von der τρυγών kommend, zu ihr gehörig, Opp. Hal. 2.480; τὸ τρυγόνιον, ein Kraut, = περιστερεών, Sp.