ἐπιχειρηματικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epicheirimatikos
|Transliteration C=epicheirimatikos
|Beta Code=e)pixeirhmatiko/s
|Beta Code=e)pixeirhmatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tentative]], λόγοι <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mem.</span>451a19</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Rh.</span>2p.540S.</span>, <span class="bibl">Syrian. <span class="title">in Metaph.</span>32.3</span>.</span>
|Definition=ἐπιχειρηματική, ἐπιχειρηματικόν, [[tentative]], λόγοι Arist.''Mem.''451a19. Adv. [[ἐπιχειρηματικῶς]] Aristid.''Rh.''2p.540S., Syrian. ''in Metaph.''32.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1003.png Seite 1003]] ή, όν, zur Schlußfolge gehörig, λόγοι, Arist. memor. 2 u. Sp.; geschickt in künstlichen Schlüssen, Rhett. – Auch adv., Aristid.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1003.png Seite 1003]] ή, όν, zur Schlußfolge gehörig, λόγοι, Arist. memor. 2 u. Sp.; geschickt in künstlichen Schlüssen, Rhett. – Auch adv., Aristid.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχειρημᾰτικός:''' [[касающийся умозаключения]], [[доказательственный]] (λόγοι Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιχειρηματικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διεύθυνση]] και [[διαχείριση]] επιχειρήσεων («ο [[επιχειρηματικός]] [[κόσμος]] της χώρας», «επιχειρηματική [[δραστηριότητα]], [[κίνηση]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διευθύνει [[επιχείρηση]] («επιχειρηματική [[ικανότητα]], επιχειρηματικό [[μυαλό]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «επιχειρηματικές ενώσεις» — οικονομικοί συνασπισμοί ή συνεταιρισμοί επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει λογικά επιχειρήματα, [[διαλεκτικός]] («[[ἐπιχειρηματικός]] [[λόγος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιχείρημα]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] μπορεί να θεωρηθεί και παράγωγο του [[επιχειρηματίας]]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπιχειρηματικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[διεύθυνση]] και [[διαχείριση]] επιχειρήσεων («ο [[επιχειρηματικός]] [[κόσμος]] της χώρας», «επιχειρηματική [[δραστηριότητα]], [[κίνηση]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ικανός]] να διευθύνει [[επιχείρηση]] («επιχειρηματική [[ικανότητα]], επιχειρηματικό [[μυαλό]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «επιχειρηματικές ενώσεις» — οικονομικοί συνασπισμοί ή συνεταιρισμοί επιχειρήσεων<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει λογικά επιχειρήματα, [[διαλεκτικός]] («[[ἐπιχειρηματικός]] [[λόγος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επιχείρημα]]. Με τη νεοελλ. [[σημασία]] μπορεί να θεωρηθεί και παράγωγο του [[επιχειρηματίας]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχειρημᾰτικός:''' касающийся умозаключения, доказательственный (λόγοι Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 13:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχειρηματικός Medium diacritics: ἐπιχειρηματικός Low diacritics: επιχειρηματικός Capitals: ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epicheirēmatikós Transliteration B: epicheirēmatikos Transliteration C: epicheirimatikos Beta Code: e)pixeirhmatiko/s

English (LSJ)

ἐπιχειρηματική, ἐπιχειρηματικόν, tentative, λόγοι Arist.Mem.451a19. Adv. ἐπιχειρηματικῶς Aristid.Rh.2p.540S., Syrian. in Metaph.32.3.

German (Pape)

[Seite 1003] ή, όν, zur Schlußfolge gehörig, λόγοι, Arist. memor. 2 u. Sp.; geschickt in künstlichen Schlüssen, Rhett. – Auch adv., Aristid.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχειρημᾰτικός: касающийся умозаключения, доказательственный (λόγοι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχειρηματικός: -ή, -όν, (ἐπιχείρημα ΙΙ), περιέχων ἐπιχειρήματα, διαλεκτικός, λόγοι Ἀριστ. π. Μνήμ. 2, 1. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστείδ. τ. 2. σ. 515, Εὐσ. Πονημάτ. σ. 203, 13.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιχειρηματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεύθυνση και διαχείριση επιχειρήσεων («ο επιχειρηματικός κόσμος της χώρας», «επιχειρηματική δραστηριότητα, κίνηση» κ.λπ.)
2. ο ικανός να διευθύνει επιχείρηση («επιχειρηματική ικανότητα, επιχειρηματικό μυαλό»)
3. φρ. «επιχειρηματικές ενώσεις» — οικονομικοί συνασπισμοί ή συνεταιρισμοί επιχειρήσεων
αρχ.
αυτός που περιέχει λογικά επιχειρήματα, διαλεκτικόςἐπιχειρηματικός λόγος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχείρημα. Με τη νεοελλ. σημασία μπορεί να θεωρηθεί και παράγωγο του επιχειρηματίας].