χρειώδης: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chreiodis | |Transliteration C=chreiodis | ||
|Beta Code=xreiw/dhs | |Beta Code=xreiw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=χρειῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[needful]], Phld.''D.''3''Fr.''87, Ph.2.23, J.''BJ''5.5.8, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Ael.''Tact.''34.1; τισι Crantor ap.S.E.''M''11.53, Plu.2.724e; τὸ χ. [[necessity]], Luc.''Am.''38; τὸ ἀναγκαῖον καὶ χ. Plu.2.1118b; <b class="b3">ἐν πᾶσιν τοῖς χριώδεσιν</b> (sic) τῆς πατρίδος ''IG''4.716.13 (Hermione); <b class="b3">χ. ἀπόφθεγμα</b>, = [[χρεία]] v, D.L.4.47: Comp. and Sup., χρειωδέστερος, χρειωδέστατος, Ael.''Tact.''1.7: Comp., Hld.6.11: Sup., Ps.-Luc. ''Philopatr.''19.<br><span class="bld">II</span> [[in need of]], τἄλλα ὧν ὁ ἀνθρώπινος βίος χρειώδης Ph. ap. Eus.''PE''8.11: abs., of parts of the body, [[needy]], opp. [[ἐνεργά]] (productive), Mnesith. ap. Steph.''in Gal.''1.241D.; [[deficient]], τὸ χ. ''Corp.Herm.''18.6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />utile, profitable, avantageux à, τινι ; τὸ χρειῶδες l'utile;<br /><i>Sp.</i> χρειωδέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[χρεία]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες,<br><b class="num">1</b> <i>von brauchbarer, [[nützlicher]] Art, [[Beschaffenheit]], nütze</i>, τὸ χρειῶδες εἰκέτω τῇ ἀνάγκῃ Luc. <i>Amor</i>. 38; Plut. <i>Lyc</i>. 5.<br><b class="num">2</b> <i>[[nötig]], [[notwendig]]</i>; τὰ χρειώδη Plut. <i>Mar</i>. 42; S.Emp. <i>adv.mus</i>. 29 und andere Spätere | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρειώδης:'''<br /><b class="num">1</b> [[полезный]] Plut., Luc.;<br /><b class="num">2</b> [[нужный]], [[необходимый]] Plut., Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χρειώδης''': -ες, ὁ [[χρήσιμος]] ἢ [[ἀναγκαῖος]] τὴν φύσιν, | |lstext='''χρειώδης''': -ες, ὁ [[χρήσιμος]] ἢ [[ἀναγκαῖος]] τὴν φύσιν, συχν. παρὰ τοῖς γραμματικοῖς· τινὶ Πλούτ. 2. 724Ε· τὸ χρειῶδες, ἡ [[χρησιμότης]], Λουκ. Ἔρωτ. 38· τὸ [[ἀναγκαῖον]] καὶ χρειῶδες Πλούτ. 2. 1018C· ἐν πᾶσι τοῖς χρειώδεσι τῆς πατρίδος Συλλ. Ἐπιγρ. 1223· χρ. [[ἀπόφθεγμα]] = [[χρεία]] Ι. 4, Διογ. Λ. 4. 47· ὑπερθετ. -έστατος Ψευδολουκ. Φιλόπ. 19. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-ες / [[χρειώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[χρεία]]<br />[[χρήσιμος]], [[αναγκαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα χρειώδη</i><br />α) όσα απαιτούνται για την [[επιτέλεση]] ενός έργου, τα χρειαζούμενα<br />β) <b>(οικον.)</b> τα [[αγαθά]] και οι υπηρεσίες που [[είναι]] αναγκαία για [[κατανάλωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[μέλος]] του σώματος) αυτός που για τη σωστή [[λειτουργία]] του απαιτείται η ταυτόχρονη [[λειτουργία]] άλλου ή άλλων μελών<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χρειῶδες</i><br />η [[χρησιμότητα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «χρειῶδες [[ἀπόφθεγμα]]» — γνωστό [[απόφθεγμα]] το οποίο αναπτύσσει [[ένας]] [[συγγραφέας]] σύμφωνα με ορισμένους κανόνες (Διογ. Λαέρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χρειωδῶς]] Α<br />κατ' ανάγκην ή με χρήσιμο τρόπο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
χρειῶδες,
A needful, Phld.D.3Fr.87, Ph.2.23, J.BJ5.5.8, Ruf. ap. Orib.8.24.7, Ael.Tact.34.1; τισι Crantor ap.S.E.M11.53, Plu.2.724e; τὸ χ. necessity, Luc.Am.38; τὸ ἀναγκαῖον καὶ χ. Plu.2.1118b; ἐν πᾶσιν τοῖς χριώδεσιν (sic) τῆς πατρίδος IG4.716.13 (Hermione); χ. ἀπόφθεγμα, = χρεία v, D.L.4.47: Comp. and Sup., χρειωδέστερος, χρειωδέστατος, Ael.Tact.1.7: Comp., Hld.6.11: Sup., Ps.-Luc. Philopatr.19.
II in need of, τἄλλα ὧν ὁ ἀνθρώπινος βίος χρειώδης Ph. ap. Eus.PE8.11: abs., of parts of the body, needy, opp. ἐνεργά (productive), Mnesith. ap. Steph.in Gal.1.241D.; deficient, τὸ χ. Corp.Herm.18.6.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
utile, profitable, avantageux à, τινι ; τὸ χρειῶδες l'utile;
Sp. χρειωδέστατος.
Étymologie: χρεία, -ωδης.
German (Pape)
ες,
1 von brauchbarer, nützlicher Art, Beschaffenheit, nütze, τὸ χρειῶδες εἰκέτω τῇ ἀνάγκῃ Luc. Amor. 38; Plut. Lyc. 5.
2 nötig, notwendig; τὰ χρειώδη Plut. Mar. 42; S.Emp. adv.mus. 29 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
χρειώδης:
1 полезный Plut., Luc.;
2 нужный, необходимый Plut., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
χρειώδης: -ες, ὁ χρήσιμος ἢ ἀναγκαῖος τὴν φύσιν, συχν. παρὰ τοῖς γραμματικοῖς· τινὶ Πλούτ. 2. 724Ε· τὸ χρειῶδες, ἡ χρησιμότης, Λουκ. Ἔρωτ. 38· τὸ ἀναγκαῖον καὶ χρειῶδες Πλούτ. 2. 1018C· ἐν πᾶσι τοῖς χρειώδεσι τῆς πατρίδος Συλλ. Ἐπιγρ. 1223· χρ. ἀπόφθεγμα = χρεία Ι. 4, Διογ. Λ. 4. 47· ὑπερθετ. -έστατος Ψευδολουκ. Φιλόπ. 19.
Greek Monolingual
-ες / χρειώδης, -ῶδες, ΝΑ χρεία
χρήσιμος, αναγκαίος
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χρειώδη
α) όσα απαιτούνται για την επιτέλεση ενός έργου, τα χρειαζούμενα
β) (οικον.) τα αγαθά και οι υπηρεσίες που είναι αναγκαία για κατανάλωση
αρχ.
1. (για μέλος του σώματος) αυτός που για τη σωστή λειτουργία του απαιτείται η ταυτόχρονη λειτουργία άλλου ή άλλων μελών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρειῶδες
η χρησιμότητα
3. φρ. «χρειῶδες ἀπόφθεγμα» — γνωστό απόφθεγμα το οποίο αναπτύσσει ένας συγγραφέας σύμφωνα με ορισμένους κανόνες (Διογ. Λαέρ.).
επίρρ...
χρειωδῶς Α
κατ' ανάγκην ή με χρήσιμο τρόπο.