πλανώδης: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=planodis | |Transliteration C=planodis | ||
|Beta Code=planw/dhs | |Beta Code=planw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=πλανῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[wandering]], esp.<br><span class="bld">1</span> = [[πλάνης]] 1.3, πυρετοί Hp. ''Coac.''582.<br><span class="bld">2</span> [[liable to slip]], of ligatures, Id.''Off.''9 (Sup.); ἄρθρον Id.''Fract.''45 (Comp.); of the womb, Aret.''SA''2.11.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[rambling]], <b class="b3">γνώμη π.</b> Id.''SA''2.11 (Comp.). Adv. [[πλανωδῶς]] Phld.''Lib.''p.32 O. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πλανώδης -ες [πλάνη] instabiel, beweeglijk (van gewrichten, van verbandmateriaal). Hp. onregelmatig (van koorts). Hp. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
πλανῶδες,
A wandering, esp.
1 = πλάνης 1.3, πυρετοί Hp. Coac.582.
2 liable to slip, of ligatures, Id.Off.9 (Sup.); ἄρθρον Id.Fract.45 (Comp.); of the womb, Aret.SA2.11.
3 metaph., rambling, γνώμη π. Id.SA2.11 (Comp.). Adv. πλανωδῶς Phld.Lib.p.32 O.
German (Pape)
[Seite 625] ες, = πλανητικός, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰνώδης: -ες, (εἶδος) ὁ πλανώμενος, πυρετοὶ (ἴδε πλάνης Ι. 3), Ἱππ. 216Β. 2) ὁ εὐκόλως κινούμενος ἢ διολισθαίνων, ἐπὶ ἐπιδέσμων, ὁ αὐτ. π. Ἰητρεῖον 743· πλ. ἄρθρον Ἀγμ. 778. 3) μεταφορ., γνώμη πλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 11.
Greek Monolingual
-ῶδες, ΜΑ πλάνη
μτφ. ασταθής, αβέβαιος
αρχ.
1. αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος
2. (ιδίως για πυρετούς) αυτός που εμφανίζεται σε ακανόνιστους παροξυσμούς
3. (ιδίως για επιδέσμους και για τη μήτρα) αυτός που εύκολα κινείται ή διολισθαίνει.
επίρρ...
πλανωδῶς Α
με πλανώδη τρόπο.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλανώδης -ες [πλάνη] instabiel, beweeglijk (van gewrichten, van verbandmateriaal). Hp. onregelmatig (van koorts). Hp.