λεκιθώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lekithodis | |Transliteration C=lekithodis | ||
|Beta Code=lekiqw/dhs | |Beta Code=lekiqw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=λεκιθῶδες, ([[λέκιθος]] B) [[yolk-coloured]], Hp.''Epid.''4.14, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 4.8.11, Aret.''SD''1.15, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] ες, breiartig, oder dotterartig, dottergelb, Hippocr., Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0027.png Seite 27]] ες, breiartig, oder dotterartig, dottergelb, Hippocr., Theophr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λεκῐθώδης''': -ες, ([[λέκιθος]], ἡ) ἔχων [[χρῶμα]] λεκίθου, κρόκου, ᾠοῦ, Ἱππ. 1123Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱσ. 4. 8, 11. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[λεκιθώδης]], -ῶδες) [[λέκιθος]]<br />αυτός που έχει [[χρώμα]] όμοιο με τον κρόκο του αβγού, [[κιτρινωπός]] («οὔρων [[ὑπόστασις]] [[λεκιθώδης]]», Ιπποκρ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
λεκιθῶδες, (λέκιθος B) yolk-coloured, Hp.Epid.4.14, Thphr. HP 4.8.11, Aret.SD1.15, etc.
German (Pape)
[Seite 27] ες, breiartig, oder dotterartig, dottergelb, Hippocr., Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
λεκῐθώδης: -ες, (λέκιθος, ἡ) ἔχων χρῶμα λεκίθου, κρόκου, ᾠοῦ, Ἱππ. 1123Β, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱσ. 4. 8, 11.
Greek Monolingual
-ες (Α λεκιθώδης, -ῶδες) λέκιθος
αυτός που έχει χρώμα όμοιο με τον κρόκο του αβγού, κιτρινωπός («οὔρων ὑπόστασις λεκιθώδης», Ιπποκρ.).