σκληρώδης: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
(c1)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sklirodis
|Transliteration C=sklirodis
|Beta Code=sklhrw/dhs
|Beta Code=sklhrw/dhs
|Definition=ες, contr. for <b class="b3">σκληροειδής</b>, <span class="bibl">Man.4.325</span>, cj. for <b class="b3">ὀχληρώδης</b> in Lucil. ap. Gell.18.8.
|Definition=σκληρῶδες, contr. for [[σκληροειδής]], Man.4.325, cj. for [[ὀχληρώδης]] in Lucil. ap. Gell.18.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0901.png Seite 901]] ες, zsgzgn statt [[σκληροειδής]], [[πέτρα]], hart, Maneth. 4, 325.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0901.png Seite 901]] ες, zsgzgn statt [[σκληροειδής]], [[πέτρα]], hart, Maneth. 4, 325.
}}
{{ls
|lstext='''σκληρώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[σκληροειδής]]. Μανέθων 4. 325.
}}
{{grml
|mltxt=-ες / [[σκληρώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σκληρός]]<br />αυτός που έχει σκληρή υφή, σκληρή [[σύσταση]], [[σκληρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σκληρώδης]] [[ιστός]]» — [[ιστός]] που υπέστη [[σκλήρυνση]] λόγω παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων<br /><b>μσν.</b><br />[[πεισματάρης]].
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρώδης Medium diacritics: σκληρώδης Low diacritics: σκληρώδης Capitals: ΣΚΛΗΡΩΔΗΣ
Transliteration A: sklērṓdēs Transliteration B: sklērōdēs Transliteration C: sklirodis Beta Code: sklhrw/dhs

English (LSJ)

σκληρῶδες, contr. for σκληροειδής, Man.4.325, cj. for ὀχληρώδης in Lucil. ap. Gell.18.8.

German (Pape)

[Seite 901] ες, zsgzgn statt σκληροειδής, πέτρα, hart, Maneth. 4, 325.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ σκληροειδής. Μανέθων 4. 325.

Greek Monolingual

-ες / σκληρώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σκληρός
αυτός που έχει σκληρή υφή, σκληρή σύσταση, σκληρός
νεοελλ.
φρ. «σκληρώδης ιστός» — ιστός που υπέστη σκλήρυνση λόγω παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων
μσν.
πεισματάρης.