κωματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=komatodis
|Transliteration C=komatodis
|Beta Code=kwmatw/dhs
|Beta Code=kwmatw/dhs
|Definition=ες, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lethargic</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>1.26</span>. <b class="b3">β</b>, <span class="bibl">3.6</span>.</span>
|Definition=κωματῶδες, [[lethargic]], Hp.''Epid.''1.26. β, 3.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1544.png Seite 1544]] ες, in tiefem Schlafe, von Schlafsucht befallen, ein Kranker, der immer die Augen schließt, ohne wirklich zu schlafen, Hippocr. u. a. Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1544.png Seite 1544]] ες, in tiefem Schlafe, von Schlafsucht befallen, ein Kranker, der immer die Augen schließt, ohne wirklich zu schlafen, Hippocr. u. a. Medic.
}}
{{ls
|lstext='''κωματώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) κεκυριευμένος ὑπὸ ὕπνου, [[νυσταλέος]] ὑπὸ ληθαργίας κατεχόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955. 2) [[ὅμοιος]] πρὸς [[κῶμα]], [[ληθαργικός]], ὕπνοι [[αὐτόθι]] 970· ἴδε Foës Oec.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[κωματώδης]], -ῶδες) [[κώμα]]<br />αυτός που κατέχεται από [[κώμα]], αυτός που βρίσκεται σε [[κατάσταση]] κώματος<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αναφέρεται στο [[κώμα]] ή χαρακτηρίζεται από [[κώμα]] («[[κωματώδης]] [[κατάσταση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ληθαργικός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κωματώδης -ες [κῶμα] [[in comateuze staat]].
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωμᾰτώδης Medium diacritics: κωματώδης Low diacritics: κωματώδης Capitals: ΚΩΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: kōmatṓdēs Transliteration B: kōmatōdēs Transliteration C: komatodis Beta Code: kwmatw/dhs

English (LSJ)

κωματῶδες, lethargic, Hp.Epid.1.26. β, 3.6.

German (Pape)

[Seite 1544] ες, in tiefem Schlafe, von Schlafsucht befallen, ein Kranker, der immer die Augen schließt, ohne wirklich zu schlafen, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κωματώδης: -ες, (εἶδος) κεκυριευμένος ὑπὸ ὕπνου, νυσταλέος ὑπὸ ληθαργίας κατεχόμενος, Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 955. 2) ὅμοιος πρὸς κῶμα, ληθαργικός, ὕπνοι αὐτόθι 970· ἴδε Foës Oec.

Greek Monolingual

-ες (Α κωματώδης, -ῶδες) κώμα
αυτός που κατέχεται από κώμα, αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση κώματος
νεοελλ.
αυτός που αναφέρεται στο κώμα ή χαρακτηρίζεται από κώμακωματώδης κατάσταση»)
αρχ.
ληθαργικός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωματώδης -ες [κῶμα] in comateuze staat.