μαστώδης: Difference between revisions
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mastodis | |Transliteration C=mastodis | ||
|Beta Code=mastw/dhs | |Beta Code=mastw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=μαστῶδες, = [[μαστοειδής]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαστώδης''': -ες, = [[μαστοειδής]], Γλωσσ. | |lstext='''μαστώδης''': -ες, = [[μαστοειδής]], Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[μαστώδης]], -ῶδες) [[μαστός]]<br />αυτός που μοιάζει με μαστό [[κατά]] το [[σχήμα]], [[μαστοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ες, = [[μαστοειδής]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:30, 26 August 2023
English (LSJ)
μαστῶδες, = μαστοειδής, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
μαστώδης: -ες, = μαστοειδής, Γλωσσ.
Greek Monolingual
-ες (Α μαστώδης, -ῶδες) μαστός
αυτός που μοιάζει με μαστό κατά το σχήμα, μαστοειδής
νεοελλ.
αυτός που έχει μεγάλους ή πολλούς μαστούς.
German (Pape)
ες, = μαστοειδής.