καταφαγεῖν: Difference between revisions

From LSJ

ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ θεοῦ τῷ θεῷ → So then pay to Caesar what belongs to Caesar, and to God what belongs to God! (Matthew 22:21)

Source
(2b)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katafagein
|Transliteration C=katafagein
|Beta Code=katafagei=n
|Beta Code=katafagei=n
|Definition=serving as aor. 2 to <b class="b3">κατεσθίω</b> (q. v.); Dor. inf. -ῆμεν <span class="bibl">Epich.42.4</span>: later fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> καταφάγομαι <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>12.24m</span>, <span class="bibl"><span class="title">PIand.</span>26.23</span>,<span class="bibl">34</span> (i A. D.), <b class="b2">Gloss.:—devour, eat up</b>, αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκν' ἔφαγε <span class="bibl">Il.2.317</span>, cf. <span class="bibl">Hdt.2.141</span> (tm.), <span class="bibl">3.25</span>, <span class="bibl">Eup.352</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">spend in eating, waste</b>, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι κτήματα <span class="bibl">Od.3.315</span>, <span class="bibl">15.12</span>; τὴν πατρῴαν οὐσίαν <span class="bibl">Aeschin.1.96</span>; πατρῴαν γῆν <span class="bibl">Men.349.4</span>.</span>
|Definition=serving as aor. 2 to [[κατεσθίω]] ([[quod vide|q.v.]]); Dor. inf. -ῆμεν Epich.42.4: later <span class="bld">A</span> fut. καταφάγομαι [[LXX]] ''3 Ki.''12.24m, ''PIand.''26.23,34 (i A. D.), ''Glossaria'':—devour, eat up, αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκν' ἔφαγε Il.2.317, cf. [[Herodotus|Hdt.]]2.141 (tm.), 3.25, Eup.352, Luc.''Merc.Cond.''17.<br><span class="bld">2</span> [[spend in eating]], [[waste]], μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι κτήματα Od.3.315, 15.12; τὴν πατρῴαν οὐσίαν Aeschin.1.96; πατρῴαν γῆν Men.349.4.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταφᾰγεῖν''': χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β´ τοῦ [[κατεσθίω]] (ὃ ἴδε)· ― [[κατατρώγω]], [[ἀφανίζω]], αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] κατὰ τέκν᾿ ἔφαγε Ἰλ. Β. 317· πρβλ. Ἐπίχ. παρ᾿ Ἀθην. 85D, Ἡρόδ. 2. 141., 3. 35. 2) δαπανῶ εἰς φαγητὸν, κατατρώγων, [[ἀφανίζω]], κατασπαταλῶ (κατοψοφαγῶ), [[μήτοι]] κατὰ πάντα φάγωσιν κτήματα Ὀδ. Γ. 315., Ο. 12, πρβλ. Αἰσχίν. 18. 38, Λουκ. μισθ. Συνόντ. 17· πατρῴαν γῆν Μένανδρ. ἐν «Ναυκλ.» 2, πρβλ. [[καταπίνω]] ΙΙ. 2·― ὑπάρχει μέλλ. καταφάγομαι παρὰ τοῖς Ἑβδ., τὸν τεθνηκότα οἱ κύνες καταφάγονται (πρβλ. [[ἔδομαι]]).
|elnltext=καταφαγεῖν aor. van κατεσθίω.
}}
}}
{{lsm
{{pape
|lsmtext='''καταφᾰγεῖν:''' λειτουργεί ως αόρ. βʹ του <i>κατ-[[εσθίω]]</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[καταβροχθίζω]], κατατρώω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταναλώνω]], [[δαπανώ]] στο [[φαγητό]], [[αφανίζω]], [[κατασπαταλώ]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν.
|ptext=aor.2 zu [[κατεσθίω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταφαγεῖν:''' inf. aor. 2 к [[κατεσθίω]].
|elrutext='''καταφαγεῖν:''' inf. aor. 2 к [[κατεσθίω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταφᾰγεῖν:''' λειτουργεί ως αόρ. βʹ του <i>κατ-[[εσθίω]]</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[καταβροχθίζω]], κατατρώω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καταναλώνω]], [[δαπανώ]] στο [[φαγητό]], [[αφανίζω]], [[κατασπαταλώ]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν.
}}
{{ls
|lstext='''καταφᾰγεῖν''': χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β´ τοῦ [[κατεσθίω]] (ὃ ἴδε)· ― [[κατατρώγω]], [[ἀφανίζω]], αὐτὰρ [[ἐπεὶ]] κατὰ τέκν᾿ ἔφαγε Ἰλ. Β. 317· πρβλ. Ἐπίχ. παρ᾿ Ἀθην. 85D, Ἡρόδ. 2. 141., 3. 35. 2) δαπανῶ εἰς φαγητὸν, κατατρώγων, [[ἀφανίζω]], κατασπαταλῶ (κατοψοφαγῶ), [[μήτοι]] κατὰ πάντα φάγωσιν κτήματα Ὀδ. Γ. 315., Ο. 12, πρβλ. Αἰσχίν. 18. 38, Λουκ. μισθ. Συνόντ. 17· πατρῴαν γῆν Μένανδρ. ἐν «Ναυκλ.» 2, πρβλ. [[καταπίνω]] ΙΙ. 2·― ὑπάρχει μέλλ. καταφάγομαι παρὰ τοῖς Ἑβδ., τὸν τεθνηκότα οἱ κύνες καταφάγονται (πρβλ. [[ἔδομαι]]).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[serving as aor2 to [[κατεσθίω]]<br /><b class="num">1.</b> to [[devour]], eat up, Il., Hdt.<br /><b class="num">2.</b> to [[spend]] in [[eating]], [[waste]], [[devour]], Od., Aeschin.
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφᾰγεῖν Medium diacritics: καταφαγεῖν Low diacritics: καταφαγείν Capitals: ΚΑΤΑΦΑΓΕΙΝ
Transliteration A: kataphageîn Transliteration B: kataphagein Transliteration C: katafagein Beta Code: katafagei=n

English (LSJ)

serving as aor. 2 to κατεσθίω (q.v.); Dor. inf. -ῆμεν Epich.42.4: later A fut. καταφάγομαι LXX 3 Ki.12.24m, PIand.26.23,34 (i A. D.), Glossaria:—devour, eat up, αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκν' ἔφαγε Il.2.317, cf. Hdt.2.141 (tm.), 3.25, Eup.352, Luc.Merc.Cond.17.
2 spend in eating, waste, μή τοι κατὰ πάντα φάγωσι κτήματα Od.3.315, 15.12; τὴν πατρῴαν οὐσίαν Aeschin.1.96; πατρῴαν γῆν Men.349.4.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταφαγεῖν aor. van κατεσθίω.

German (Pape)

aor.2 zu κατεσθίω.

Russian (Dvoretsky)

καταφαγεῖν: inf. aor. 2 к κατεσθίω.

Greek Monotonic

καταφᾰγεῖν: λειτουργεί ως αόρ. βʹ του κατ-εσθίω,
1. καταβροχθίζω, κατατρώω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. καταναλώνω, δαπανώ στο φαγητό, αφανίζω, κατασπαταλώ, σε Ομήρ. Οδ., Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

καταφᾰγεῖν: χρησιμεῦον ὡς ἀόρ. β´ τοῦ κατεσθίω (ὃ ἴδε)· ― κατατρώγω, ἀφανίζω, αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ τέκν᾿ ἔφαγε Ἰλ. Β. 317· πρβλ. Ἐπίχ. παρ᾿ Ἀθην. 85D, Ἡρόδ. 2. 141., 3. 35. 2) δαπανῶ εἰς φαγητὸν, κατατρώγων, ἀφανίζω, κατασπαταλῶ (κατοψοφαγῶ), μήτοι κατὰ πάντα φάγωσιν κτήματα Ὀδ. Γ. 315., Ο. 12, πρβλ. Αἰσχίν. 18. 38, Λουκ. μισθ. Συνόντ. 17· πατρῴαν γῆν Μένανδρ. ἐν «Ναυκλ.» 2, πρβλ. καταπίνω ΙΙ. 2·― ὑπάρχει μέλλ. καταφάγομαι παρὰ τοῖς Ἑβδ., τὸν τεθνηκότα οἱ κύνες καταφάγονται (πρβλ. ἔδομαι).

Middle Liddell

[serving as aor2 to κατεσθίω
1. to devour, eat up, Il., Hdt.
2. to spend in eating, waste, devour, Od., Aeschin.