ἐπιφόρημα: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epiforima
|Transliteration C=epiforima
|Beta Code=e)pifo/rhma
|Beta Code=e)pifo/rhma
|Definition=ατος, τό, in plural,<br><span class="bld">A</span> [[dishes served up besides]] or [[dishes served up after]], [[dish that ends the meal]], [[dessert]], Hdt.1.133, Ar.Fr.774, Archipp.9, etc. : in sg., Eudox.Com. 2, Luc.Lex.8.<br><span class="bld">2</span> [[offering at the grave]], [[funerary offering]], Iamb.VP27.122.
|Definition=-ατος, τό, in plural,<br><span class="bld">A</span> [[dishes served up besides]] or [[dishes served up after]], [[dish that ends the meal]], [[dessert]], [[Herodotus|Hdt.]]1.133, Ar.Fr.774, Archipp.9, etc.: in sg., Eudox.Com. 2, Luc.Lex.8.<br><span class="bld">2</span> [[offering at the grave]], [[funerary offering]], Iamb.VP27.122.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] τό, das Nachheraufgetragene, der Nachtisch, gew. im plur., vgl. Ath. XIV, 640 e; σίτοισι ὀλίγοισι χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι Her. 1, 133; Hesych. τραγήματα ἐπὶ τὸ [[δεῖπνον]], s. Ἀβυδηνόν. Der sing., Luc. Lex. 8. – Das beim Begräbniß Dargebrachte, Iambl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] τό, das Nachheraufgetragene, der Nachtisch, gew. im plur., vgl. Ath. XIV, 640 e; σίτοισι ὀλίγοισι χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι Her. 1, 133; Hesych. τραγήματα ἐπὶ τὸ [[δεῖπνον]], s. Ἀβυδηνόν. Der sing., Luc. Lex. 8. – Das beim Begräbniß Dargebrachte, Iambl.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[second service]], [[dessert]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιφορέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφόρημα:''' ατος τό [[блюдо]], [[разносимое в конце трапезы]], [[десерт]] Luc., pl. Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιφόρημα''': τό, ἐν τῷ πληθ., πρόσθετα ἐδέσματα, τραγήματα μετὰ τὸ [[δεῖπνον]], Ἡρόδ. 1. 133, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 610, Ἄρχιππ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 4 (παρ’ Ἀθην. 640F)· ἐν τῷ ἑνικῷ, Λουκ. Λεξιφ. 8, ἴδε ἐν λ. [[Ἄβυδος]]. 2) προσφορὰ ἐπὶ τοῦ τάφου, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 122 (27).
|lstext='''ἐπιφόρημα''': τό, ἐν τῷ πληθ., πρόσθετα ἐδέσματα, τραγήματα μετὰ τὸ [[δεῖπνον]], Ἡρόδ. 1. 133, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 610, Ἄρχιππ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 4 (παρ’ Ἀθην. 640F)· ἐν τῷ ἑνικῷ, Λουκ. Λεξιφ. 8, ἴδε ἐν λ. [[Ἄβυδος]]. 2) προσφορὰ ἐπὶ τοῦ τάφου, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 122 (27).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />second service, dessert.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιφορέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιφόρημα:''' -ατος, τό, στον πληθ., μερίδες, πιάτα που σερβίρονται επιπροσθέτως ή [[μετά]] από το κύριο [[γεύμα]], [[επιδόρπιο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐπιφόρημα:''' -ατος, τό, στον πληθ., μερίδες, πιάτα που σερβίρονται επιπροσθέτως ή [[μετά]] από το κύριο [[γεύμα]], [[επιδόρπιο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιφόρημα:''' ατος τό [[блюдо]], [[разносимое в конце трапезы]], [[десерт]] Luc., pl. Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπιφόρημα]], ατος, τό, [from [[ἐπιφορέω]]<br />in pl. dishes served up [[besides]] or [[after]], [[dessert]], Hdt., etc.
|mdlsjtxt=[[ἐπιφόρημα]], ατος, τό, [from [[ἐπιφορέω]]<br />in pl. dishes served up [[besides]] or [[after]], [[dessert]], Hdt., etc.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφόρημα Medium diacritics: ἐπιφόρημα Low diacritics: επιφόρημα Capitals: ΕΠΙΦΟΡΗΜΑ
Transliteration A: epiphórēma Transliteration B: epiphorēma Transliteration C: epiforima Beta Code: e)pifo/rhma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural,
A dishes served up besides or dishes served up after, dish that ends the meal, dessert, Hdt.1.133, Ar.Fr.774, Archipp.9, etc.: in sg., Eudox.Com. 2, Luc.Lex.8.
2 offering at the grave, funerary offering, Iamb.VP27.122.

German (Pape)

[Seite 1001] τό, das Nachheraufgetragene, der Nachtisch, gew. im plur., vgl. Ath. XIV, 640 e; σίτοισι ὀλίγοισι χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι Her. 1, 133; Hesych. τραγήματα ἐπὶ τὸ δεῖπνον, s. Ἀβυδηνόν. Der sing., Luc. Lex. 8. – Das beim Begräbniß Dargebrachte, Iambl.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
second service, dessert.
Étymologie: ἐπιφορέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφόρημα: ατος τό блюдо, разносимое в конце трапезы, десерт Luc., pl. Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφόρημα: τό, ἐν τῷ πληθ., πρόσθετα ἐδέσματα, τραγήματα μετὰ τὸ δεῖπνον, Ἡρόδ. 1. 133, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 610, Ἄρχιππ. ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 4 (παρ’ Ἀθην. 640F)· ἐν τῷ ἑνικῷ, Λουκ. Λεξιφ. 8, ἴδε ἐν λ. Ἄβυδος. 2) προσφορὰ ἐπὶ τοῦ τάφου, Ἰαμβλ. Βίος Πυθ. 122 (27).

Greek Monolingual

ἐπιφόρημα, τὸ (A) επιφορώ
1. στον πληθ. τὰ ἐπιφορήματα
πρόσθετα φαγητά μετά το δείπνο («σίτοισι δὲ ὀλίγοισι χρέονται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι», Ηρόδ.)
2. προσφορά πάνω στον τάφο.

Greek Monotonic

ἐπιφόρημα: -ατος, τό, στον πληθ., μερίδες, πιάτα που σερβίρονται επιπροσθέτως ή μετά από το κύριο γεύμα, επιδόρπιο, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἐπιφόρημα, ατος, τό, [from ἐπιφορέω
in pl. dishes served up besides or after, dessert, Hdt., etc.