λαισήϊον: Difference between revisions
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
(13_6a) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=laisiion | |Transliteration C=laisiion | ||
|Beta Code=laish/i+on | |Beta Code=laish/i+on | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[animal's skin with hair left on]], used as a shield, βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα Il.5.453 = 12.426, cf. ''Scol.''28.2: used by the Cilicians, [[Herodotus|Hdt.]]7.91. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0007.png Seite 7]] τό, eine Art Schild, Tartsche, von [[ἀσπίς]] unterschieden, wie Il. 12, 426 βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα neben einander stehen; vgl. scol. bei Ath. XV, 695 f; Her. bemerkt 7, 91 von den Kilikiern λαισήϊα εἶχον ἀντ' ἀσπίδων, ὠμοβοέης πεποιημένα; dah. einige alte Grammatiker es von [[λάσιος]] ableiten wollten, während Andere an [[λαιός]] denken, mit der linken Hand getragen, schwerlich richtig. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0007.png Seite 7]] τό, eine Art Schild, Tartsche, von [[ἀσπίς]] unterschieden, wie Il. 12, 426 βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα neben einander stehen; vgl. scol. bei Ath. XV, 695 f; Her. bemerkt 7, 91 von den Kilikiern λαισήϊα εἶχον ἀντ' ἀσπίδων, ὠμοβοέης πεποιημένα; dah. einige alte Grammatiker es von [[λάσιος]] ableiten wollten, während Andere an [[λαιός]] denken, mit der linken Hand getragen, schwerlich richtig. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />[[peau velue servant de bouclier]], [[petit bouclier de cuir]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[λάσιος]]. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαισήιον]], τὸ (Α)<br />[[είδος]] μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ήιον</i>, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών ([[πρβλ]]. [[χαλκήιον]]), και συνδέεται πιθ. με τη λ. [[λάσιος]]. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής (ίσὼς κιλικικής) προελεύσεως]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαισήϊον:''' τό ([[λάσιος]]), είδος μικρής ασπίδας, ελαφρότερη της συνηθισμένης <i>ἀσπίδος</i>, καλυμμένη με ακατέργαστα δέρματα ζώων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λαισήϊον:''' τό [[маленький щит]] (из невыделанной и покрытой шерстью кожи) (πτερόεν Hom.; λαισήϊα ὠμοβοέης πεποιημένα Her.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
τό, animal's skin with hair left on, used as a shield, βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα Il.5.453 = 12.426, cf. Scol.28.2: used by the Cilicians, Hdt.7.91.
German (Pape)
[Seite 7] τό, eine Art Schild, Tartsche, von ἀσπίς unterschieden, wie Il. 12, 426 βοείας ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα neben einander stehen; vgl. scol. bei Ath. XV, 695 f; Her. bemerkt 7, 91 von den Kilikiern λαισήϊα εἶχον ἀντ' ἀσπίδων, ὠμοβοέης πεποιημένα; dah. einige alte Grammatiker es von λάσιος ableiten wollten, während Andere an λαιός denken, mit der linken Hand getragen, schwerlich richtig.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
peau velue servant de bouclier, petit bouclier de cuir.
Étymologie: cf. λάσιος.
Greek Monolingual
λαισήιον, τὸ (Α)
είδος μικρής ελαφριάς δερμάτινης ασπίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -ήιον, που χαρακτηρίζει ονομ. σκευών (πρβλ. χαλκήιον), και συνδέεται πιθ. με τη λ. λάσιος. Κατ' άλλους, πρόκειται για δάνεια λ. μικρασιατικής (ίσὼς κιλικικής) προελεύσεως].
Greek Monotonic
λαισήϊον: τό (λάσιος), είδος μικρής ασπίδας, ελαφρότερη της συνηθισμένης ἀσπίδος, καλυμμένη με ακατέργαστα δέρματα ζώων, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
λαισήϊον: τό маленький щит (из невыделанной и покрытой шерстью кожи) (πτερόεν Hom.; λαισήϊα ὠμοβοέης πεποιημένα Her.).