λελογισμένως: Difference between revisions

From LSJ

οὓς ἡγεμόνας πόλεως ἐπαιδεύσασθε → whom you educated as city leaders

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lelogismenos
|Transliteration C=lelogismenos
|Beta Code=lelogisme/nws
|Beta Code=lelogisme/nws
|Definition=Adv., (λογίζομαι) [[according to calculation]], <b class="b3">λ. ὅκως</b>… <span class="bibl">Hdt.3.104</span>; λ. πράσσοιμι μᾶλλον ἢ σθένει <span class="bibl">E.<span class="title">IA</span>1021</span>; ὀρθῶς καὶ λ. <span class="bibl">Plu. <span class="title">Galb.</span>5</span>.
|Definition=Adv., ([[λογίζομαι]]) [[according to calculation]], <b class="b3">λ. ὅκως</b>… [[Herodotus|Hdt.]]3.104; λ. πράσσοιμι μᾶλλον ἢ σθένει E.''IA''1021; ὀρθῶς καὶ λ. Plu. ''Galb.''5.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λελογισμένως Medium diacritics: λελογισμένως Low diacritics: λελογισμένως Capitals: ΛΕΛΟΓΙΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: lelogisménōs Transliteration B: lelogismenōs Transliteration C: lelogismenos Beta Code: lelogisme/nws

English (LSJ)

Adv., (λογίζομαι) according to calculation, λ. ὅκωςHdt.3.104; λ. πράσσοιμι μᾶλλον ἢ σθένει E.IA1021; ὀρθῶς καὶ λ. Plu. Galb.5.

German (Pape)

[Seite 28] adv. zum part. perf. von λογίζομαι, mit Überlegung, nach reiflicher Erwägung; Eur. I. A. 1021; Her. 3, 104, wo ὅπως folgt.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec réflexion, en réfléchissant.
Étymologie: part. pf. de λογίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

λελογισμένως: adv.
1 рассчитывая, с (таким) расчетом (λ. ὅκως ἂν … Her.);
2 с умом, разумно, рассудительно (λ. μᾶλλον ἢ σθένει Eur.; ποιεῖν τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λελογισμένως: ἐπίρρ. κατὰ τὸν ὑπολογισμόν, λελογ. ὅκως ἄν... Ἡρόδ. 3. 104· λελ. πράσσοντα μᾶλλον ἢ σθένει Εὐρ. Ι. Α. 1021.

Greek Monolingual

και -α (Α λελογισμένως)
επίρρ. με προσοχή, με περίσκεψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λελογισμένος, μτχ. του λελόγισμαι, παρακμ. του λογίζομαι «υπολογίζω»].

Greek Monotonic

λελογισμένως: επίρρ., σύμφωνα με τον υπολογισμό, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

according to calculation, Hdt., Eur.