ἀνεθέλητος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anethelitos | |Transliteration C=anethelitos | ||
|Beta Code=a)neqe/lhtos | |Beta Code=a)neqe/lhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀνεθέλητον, [[unwished for]], [[unwelcome]], ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον [[Herodotus|Hdt.]]7.88; <b class="b3">ἀ. γίνεταί τι</b> ib.133. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[inesperado]], [[no deseado]] ἐς συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88, ὅ τι ... ἀνεθέλητον γενέσθαι Hdt.7.133.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[involuntariamente]] Cyr.Al.M.69.848D. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0220.png Seite 220]] unfreiwillig, unerwünscht, [[συμφορά]] Her. 7, 88. 133; auch adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0220.png Seite 220]] unfreiwillig, unerwünscht, [[συμφορά]] Her. 7, 88. 133; auch adv. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[non voulu]], [[qu'on supporte avec peine]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐθέλω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεθέλητος:''' [[нежеланный]], [[неприятный]] ([[συμφορά]] Her.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεθέλητος''': -ον, ὃν δὲν θέλει τις, [[ἀβούλητος]], [[ἀπροαίρετος]], [[ἀπευκταῖος]], ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Ἡρόδ. 7. 88· ἀν. γίνεταί τι [[αὐτόθι]] 133: πρβλ. [[ἀναγκαῖος]]· [[ἀκούσιος]], Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -τως ἀντιθέτως πρὸς τὸ θελητῶς, Κύριλλ. ΙΙ. [[ἄνευ]] θελήσεως, «ἀνεθέλητον πάντῃ καὶ ἀνενέργητον τὸν Χριστὸν ὑπογράφειν» Πρακτ. Λατεραν. Συνόδ. τόμ. 3, στηλ. 717. 14, 724. 38, 700. 42. - «οὐ γὰρ γέγονέ ποτε [[ἄνθρωπος]] [[ἀνεθέλητος]]» Ἰω. Δαμασκ. τόμ. 1, σ. 546Α. | |lstext='''ἀνεθέλητος''': -ον, ὃν δὲν θέλει τις, [[ἀβούλητος]], [[ἀπροαίρετος]], [[ἀπευκταῖος]], ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Ἡρόδ. 7. 88· ἀν. γίνεταί τι [[αὐτόθι]] 133: πρβλ. [[ἀναγκαῖος]]· [[ἀκούσιος]], Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -τως ἀντιθέτως πρὸς τὸ θελητῶς, Κύριλλ. ΙΙ. [[ἄνευ]] θελήσεως, «ἀνεθέλητον πάντῃ καὶ ἀνενέργητον τὸν Χριστὸν ὑπογράφειν» Πρακτ. Λατεραν. Συνόδ. τόμ. 3, στηλ. 717. 14, 724. 38, 700. 42. - «οὐ γὰρ γέγονέ ποτε [[ἄνθρωπος]] [[ἀνεθέλητος]]» Ἰω. Δαμασκ. τόμ. 1, σ. 546Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνεθέλητος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ανεπιθύμητος]], [[απευκταίος]]<br /><b>2.</b> στερούμενος βούλησης, [[άβουλος]], [[άγνωμος]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνεθέλητος:''' -ον ([[ἐθέλω]]), [[ανεπιθύμητος]], μη [[ευπρόσδεκτος]], [[απευκταίος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἐθέλω]]<br />unwished for, [[unwelcome]], Hdt. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
ἀνεθέλητον, unwished for, unwelcome, ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88; ἀ. γίνεταί τι ib.133.
Spanish (DGE)
-ον
1 inesperado, no deseado ἐς συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Hdt.7.88, ὅ τι ... ἀνεθέλητον γενέσθαι Hdt.7.133.
2 adv. -ως involuntariamente Cyr.Al.M.69.848D.
German (Pape)
[Seite 220] unfreiwillig, unerwünscht, συμφορά Her. 7, 88. 133; auch adv.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non voulu, qu'on supporte avec peine.
Étymologie: ἀ, ἐθέλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεθέλητος: нежеланный, неприятный (συμφορά Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεθέλητος: -ον, ὃν δὲν θέλει τις, ἀβούλητος, ἀπροαίρετος, ἀπευκταῖος, ἐπὶ συμφορὴν ἐνέπεσε ἀνεθέλητον Ἡρόδ. 7. 88· ἀν. γίνεταί τι αὐτόθι 133: πρβλ. ἀναγκαῖος· ἀκούσιος, Ἐκκλ. - Ἐπίρρ. -τως ἀντιθέτως πρὸς τὸ θελητῶς, Κύριλλ. ΙΙ. ἄνευ θελήσεως, «ἀνεθέλητον πάντῃ καὶ ἀνενέργητον τὸν Χριστὸν ὑπογράφειν» Πρακτ. Λατεραν. Συνόδ. τόμ. 3, στηλ. 717. 14, 724. 38, 700. 42. - «οὐ γὰρ γέγονέ ποτε ἄνθρωπος ἀνεθέλητος» Ἰω. Δαμασκ. τόμ. 1, σ. 546Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεθέλητος, -ον)
1. ανεπιθύμητος, απευκταίος
2. στερούμενος βούλησης, άβουλος, άγνωμος.
Greek Monotonic
ἀνεθέλητος: -ον (ἐθέλω), ανεπιθύμητος, μη ευπρόσδεκτος, απευκταίος, σε Ηρόδ.