προσπλωτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
m (pape replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prosplotos
|Transliteration C=prosplotos
|Beta Code=prosplwto/s
|Beta Code=prosplwto/s
|Definition=ή, όν, [[accessible from the sea]], i.e. [[navigable]], ποταμοὶ π. ἀπὸ θαλάσσης <span class="bibl">Hdt.4.47</span>, cf. <span class="bibl">71</span>.
|Definition=προσπλωτή, προσπλωτόν, [[accessible from the sea]], i.e. [[navigable]], ποταμοὶ π. ἀπὸ θαλάσσης [[Herodotus|Hdt.]]4.47, cf. 71.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />accessible aux navires.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[προσπλώω]].
|btext=ή, όν :<br />[[accessible aux navires]].<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[προσπλώω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προσπλωτός -ή -όν [προσπλέω] bevaarbaar.
|elnltext=προσπλωτός -ή -όν [προσπλέω] [[bevaarbaar]].
}}
{{pape
|ptext=<i>wozu man [[hinanschiffen]] oder zu [[Schiffe]] [[hingelangen]] kann</i>, ἀπὸ θαλάσσης, von Flüssen, Her. 4.47, 71.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προσ-[[πλωτός]], ή, όν<br />[[accessible]] from the sea, i. e. [[navigable]], Hdt.
|mdlsjtxt=προσ-[[πλωτός]], ή, όν<br />[[accessible]] from the sea, i. e. [[navigable]], Hdt.
}}
{{pape
|ptext=<i>wozu man [[hinanschiffen]] oder zu [[Schiffe]] [[hingelangen]] kann</i>, ἀπὸ θαλάσσης, von Flüssen, Her. 4.47, 71.
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπλωτός Medium diacritics: προσπλωτός Low diacritics: προσπλωτός Capitals: ΠΡΟΣΠΛΩΤΟΣ
Transliteration A: prosplōtós Transliteration B: prosplōtos Transliteration C: prosplotos Beta Code: prosplwto/s

English (LSJ)

προσπλωτή, προσπλωτόν, accessible from the sea, i.e. navigable, ποταμοὶ π. ἀπὸ θαλάσσης Hdt.4.47, cf. 71.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accessible aux navires.
Étymologie: adj. verb. de προσπλώω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσπλωτός -ή -όν [προσπλέω] bevaarbaar.

German (Pape)

wozu man hinanschiffen oder zu Schiffe hingelangen kann, ἀπὸ θαλάσσης, von Flüssen, Her. 4.47, 71.

Russian (Dvoretsky)

προσπλωτός: [adj. verb. к προσπλώω доступный для кораблей, судоходный: ἐς ὃ ὁ Βορυσθένης ἐστὶ π. Her. (место), до которого Борисфен судоходен.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προσπλώω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πλεύσει από τη θάλασσα, πλωτός, πλόιμος («ποταμοὶ ὅσοι... προσπλωτοὶ ἀπὸ θαλάσσης», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

προσπλωτός: -ή, -όν, προσβάσιμος από τη θάλασσα, δηλ. πλωτός, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

προσπλωτός: -ή, -όν, εὐπρόσιτος ἐκ τῆς θαλάσσης, δηλ. πλωτός, ποταμοὶ πρ. ἀπὸ θαλάσσης Ἡρόδ. 4. 47, πρβλ. 71.

Middle Liddell

προσ-πλωτός, ή, όν
accessible from the sea, i. e. navigable, Hdt.