μακρημερία: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=makrimeria | |Transliteration C=makrimeria | ||
|Beta Code=makrhmeri/a | |Beta Code=makrhmeri/a | ||
|Definition=Ion. [[μακρημερίη]], ἡ, [[the season of long days]] (in summer), Hdt. 4.86. | |Definition=Ion. [[μακρημερίη]], ἡ, [[the season of long days]] (in summer), [[Herodotus|Hdt.]] 4.86. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 12:07, 4 September 2023
English (LSJ)
Ion. μακρημερίη, ἡ, the season of long days (in summer), Hdt. 4.86.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
la saison des longs jours.
Étymologie: μακρός, ἡμέρα.
German (Pape)
ἡ, die Zeit der langen Tage, wenn die Tage länger als die Nächte sind, Her. 4.86.
Russian (Dvoretsky)
μακρημερία: ион. μακρημερίη ἡ долгий, т. е. летний день Her.
Greek (Liddell-Scott)
μακρημερία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἡ ὥρα τοῦ ἔτους καθ’ ἣν αἱ ἡμέραι εἶναι μακραί, Ἡρόδ. 4. 86.
Greek Monolingual
μακρημερία, ιων. τ. μακρημερίη, ἡ (Α) μακρήμερος
η εποχή του έτους κατά την οποία οι μέρες είναι μεγάλες, η εποχή τών μακρών ημερών, το θέρος.
Greek Monotonic
μακρημερία: Ιων. -ίη, ἡ (ἡμέρα), περίοδος του έτους, κατά την οποία οι ημέρες έχουν μεγάλη διάρκεια, σε Ηρόδ.