ἀπειλητήριος: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(1)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apeilitirios
|Transliteration C=apeilitirios
|Beta Code=a)peilhth/rios
|Beta Code=a)peilhth/rios
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for threatening</b>, λόγοι <span class="bibl">Hdt.8.112</span>.</span>
|Definition=α, ον, of or for [[threatening]], λόγοι [[Herodotus|Hdt.]]8.112.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον [[amenazador]] λόγος Hdt.8.112.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] drohend, λόγοι Her. 8, 112.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0283.png Seite 283]] drohend, λόγοι Her. 8, 112.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />[[menaçant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπειλητήρ]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπειλητήριος:''' [[грозящий]], [[угрожающий]] (λόγοι Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπειλητήριος''': -α, -ον, ὁ, [[ἀπειλητικός]], «φοβεριστικός», [[λόγος]] Ἡρόδ. 8. 112.
|lstext='''ἀπειλητήριος''': -α, -ον, ὁ, [[ἀπειλητικός]], «φοβεριστικός», [[λόγος]] Ἡρόδ. 8. 112.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />menaçant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπειλητήρ]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον [[amenazador]] λόγος Hdt.8.112.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''ἀπειλητήριος:''' -α, -ον ([[ἀπειλέω]]), [[απειλητικός]], αυτός που στοχεύει στο να εκφοβίσει, να φοβερίσει, <i>λόγοι</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀπειλητήριος:''' -α, -ον ([[ἀπειλέω]]), [[απειλητικός]], αυτός που στοχεύει στο να εκφοβίσει, να φοβερίσει, <i>λόγοι</i>, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἀπειλητήριος:''' грозящий, угрожающий (λόγοι Her.).
|mdlsjtxt=[[ἀπειλέω]]<br />of or for [[threatening]], λόγοι Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειλητήριος Medium diacritics: ἀπειλητήριος Low diacritics: απειλητήριος Capitals: ΑΠΕΙΛΗΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: apeilētḗrios Transliteration B: apeilētērios Transliteration C: apeilitirios Beta Code: a)peilhth/rios

English (LSJ)

α, ον, of or for threatening, λόγοι Hdt.8.112.

Spanish (DGE)

-α, -ον amenazador λόγος Hdt.8.112.

German (Pape)

[Seite 283] drohend, λόγοι Her. 8, 112.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
menaçant.
Étymologie: ἀπειλητήρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειλητήριος: грозящий, угрожающий (λόγοι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειλητήριος: -α, -ον, ὁ, ἀπειλητικός, «φοβεριστικός», λόγος Ἡρόδ. 8. 112.

Greek Monolingual

ἀπειλητήριος, -α, -ον (Α)
αυτός που απειλεί, απειλητικός.

Greek Monotonic

ἀπειλητήριος: -α, -ον (ἀπειλέω), απειλητικός, αυτός που στοχεύει στο να εκφοβίσει, να φοβερίσει, λόγοι, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἀπειλέω
of or for threatening, λόγοι Hdt.