καταγλαΐζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataglaizo
|Transliteration C=kataglaizo
|Beta Code=kataglai/+zw
|Beta Code=kataglai/+zw
|Definition=[[glorify]], AP11.64.8 (Agath.); ναὸν λίθοις <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>8.5.2</span>:—Pass., κατηγλαϊσμένοι [[splendidly attired]], <span class="bibl">Com.Adesp.1275</span>.
|Definition=[[glorify]], AP11.64.8 (Agath.); ναὸν λίθοις J.''AJ''8.5.2:—Pass., [[κατηγλαϊσμένοι]] = [[splendidly attired]], Com.Adesp.1275.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταγλᾰΐζω:''' [[δοξάζω]], [[λαμπρύνω]], σε Ανθ.
|lsmtext='''καταγλᾰΐζω:''' [[δοξάζω]], [[λαμπρύνω]], σε Ανθ.
}}
}}

Latest revision as of 09:27, 16 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγλᾰΐζω Medium diacritics: καταγλαΐζω Low diacritics: καταγλαΐζω Capitals: ΚΑΤΑΓΛΑΪΖΩ
Transliteration A: kataglaḯzō Transliteration B: kataglaizō Transliteration C: kataglaizo Beta Code: kataglai/+zw

English (LSJ)

glorify, AP11.64.8 (Agath.); ναὸν λίθοις J.AJ8.5.2:—Pass., κατηγλαϊσμένοι = splendidly attired, Com.Adesp.1275.

German (Pape)

[Seite 1342] verstärktes simpler, Sp., μαρμαρυγῇς κάλλους νᾶμα κατηγλάϊσεν Agath. 24 (XI, 64).

French (Bailly abrégé)

faire briller, illuminer ; glorifier.
Étymologie: κατά, ἀγλαΐζω.

Russian (Dvoretsky)

καταγλᾰΐζω: окружить сиянием, заставить блистать: κ. τι μαρμαρυγῇς κάλλους Anth. озарить что-л. блеском (собственной) красоты.

Greek (Liddell-Scott)

καταγλᾰΐζω: ποιῶ τι ἀγλαόν, καταλαμπρύνω, Ἀνθ. Π. 11. 64, κτλ.- Παθ., κατηγλαϊσμένοι, κατακεκοσμημένοι, λαμπρῶς ἐνδεδυμένοι, Κωμ. Ἀνών. 60.

Greek Monolingual

καταγλαιζω (AM)
παθ. καταγλαΐζομαι
δοξάζομαι
μσν.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) κατηγλαϊσμένος, -η, -ον
περίφημος, ξακουστός
αρχ.
1. κάνω κάτι υπερβολικά λαμπρό, καταλαμπρύνω
2. παθ. ντύνομαι πολύ ωραία, στολίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἀγλαΐζω (< ἀγλαός «ένδοξος, λαμπρός»)].

Greek Monotonic

καταγλᾰΐζω: δοξάζω, λαμπρύνω, σε Ανθ.