φιλύρινος: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filyrinos | |Transliteration C=filyrinos | ||
|Beta Code=filu/rinos | |Beta Code=filu/rinos | ||
|Definition=η, ον, [[of lime wood]], σανίς | |Definition=η, ον, [[of lime wood]], σανίς Hp.''Art.''47, cf. ''Ostr.Bodl.''iii 267 (i A. D.), D.C.67.15, Heliod. (Leonid.Sch.) ap.Orib.44.20.74; [[light as lime wood]], of Cinesias, [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1377, cf. Sch.adloc.; but Ath.12.551d thinks it means that [[he wore stays of lime wood]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:00, 21 September 2023
English (LSJ)
η, ον, of lime wood, σανίς Hp.Art.47, cf. Ostr.Bodl.iii 267 (i A. D.), D.C.67.15, Heliod. (Leonid.Sch.) ap.Orib.44.20.74; light as lime wood, of Cinesias, Ar.Av.1377, cf. Sch.adloc.; but Ath.12.551d thinks it means that he wore stays of lime wood.
German (Pape)
[Seite 1289] von der Linde, von Lindenholz, Lindenbast, leicht wie Lindenholz, Ar. Av. 1378, vgl. Ath. XII, 551.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 de tilleul;
2 léger ou mince comme l'écorce du tilleul.
Étymologie: φιλύρα.
Russian (Dvoretsky)
φῐλύρῐνος: (ῠ) досл. липовый, ирон. легкий или тонкий как липовое лыко Arph.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλύρῐνος: [ῠ], -η, -ον, ὁ ἐκ φιλύρας, «ἀπὸ φλαμοῦρι», σανὶς Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813· κοῦφος, ἐλαφρὸς ὡς ξύλον ἐκ φιλύρας, ἐπὶ τοῦ Κινησίου, «ὡς εὐτελῆ καὶ κοῦφα ποιοῦντα, τοιοῦτον γὰρ τὸ ξύλον, κοῦφον καὶ ἐλαφρόν» Σχόλ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 1377, Εὐφρόνιος παρὰ τῷ Σχολ.· ἀλλ’ ὁ Ἀθήναιος λέγει 551D «διὰ τὸ φιλύρας τοῦ ξύλου λαμβάνοντα σανίδα συμπεριζώννυσθαι, ἵνα μὴ κάμπτηται διά τε τὸ μῆκος καὶ τὴν ἰσχνότητα».
Spanish
de madera de tilo, madera de tilo
Greek Monolingual
-ίνη, -ον, Α
1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο φιλύρας («φιλυρίνη σανίς», Ιπποκρ.)
2. ελαφρός, κούφιος, όπως το ξύλο της φιλύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλύρα + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].
Greek Monotonic
φῐλύρῐνος: [ῠ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη φλαμουριά ή τη φιλύρα, ελαφρύς όπως το ξύλο της φιλύρας, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
φῐλῠ́ρῐνος, η, ον
of the lime or linden tree, light as linden wood, Ar.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον 1 de madera de tilo de una capilla κείσθω δὲ τὸ ζῴδιον ἐν ναῷ φιλυρίνῳ la figura debe estar en una capilla de madera de tilo P V 392 2 subst. τὸ φ. madera de tilo para escribir εἰς φιλύρινον γράψον κινναβάρει τὸ ὄνομα τοῦτο en madera de tilo escribe con cinabrio este nombre P IV 2695