χεσᾶς: Difference between revisions
From LSJ
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
(6_4) |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chesas | |Transliteration C=chesas | ||
|Beta Code=xesa=s | |Beta Code=xesa=s | ||
|Definition=ᾶντος, ὁ, | |Definition=ᾶντος, ὁ, = [[χεζητιῶν]], Poll.5.91, Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''791, Suid. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χεσᾶς''': ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[διάρροια]] πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, | |lstext='''χεσᾶς''': ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ [[διάρροια]] πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, Πολυδ. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ᾱντος, ὁ, Α<br />[[χεζάς]], [[χέστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χεσ</i>- του αορ. <i>ἔ</i>-<i>χεσ</i>-<i>α</i> του ρ. [[χέζω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ᾶς</i> του καθημερινού λεξιλογίου ([[πρβλ]]. [[φαγᾶς]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:01, 21 September 2023
English (LSJ)
ᾶντος, ὁ, = χεζητιῶν, Poll.5.91, Sch.Ar.Av.791, Suid.
German (Pape)
[Seite 1351] ᾶντος, ὁ, der Scheißer; Schol. Ar. Av. 790; Poll. 5, 91.
Greek (Liddell-Scott)
χεσᾶς: ᾶ ἢ χεσᾶντος, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ διάρροια πάσχων γαστρὸς ἢ πυκνὰ χέζων ἢ μολύνων τὰ στρώματά του, κοινῶς «χεζᾶς», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 790, Πολυδ. Ε΄, 91, καὶ παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. χεζητιῶν, Εὐστ. 1000, 12.
Greek Monolingual
-ᾱντος, ὁ, Α
χεζάς, χέστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χεσ- του αορ. ἔ-χεσ-α του ρ. χέζω + κατάλ. -ᾶς του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. φαγᾶς)].