συνδιαλλάσσω: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syndiallasso | |Transliteration C=syndiallasso | ||
|Beta Code=sundialla/ssw | |Beta Code=sundialla/ssw | ||
|Definition=Att. συνδιαλλάττω, < | |Definition=Att. [[συνδιαλλάττω]],<br><span class="bld">A</span> [[help in reconciling]], ἵνα συνδιαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἁλεῖς πρὸς τοὺς Φαρσαλίους D.19.36, cf. Plu.''Lys.''8, etc.:—fut. Pass. συνδιαλλαχθήσομαι Men.''Pk.''428.<br><span class="bld">II</span> [[alter together]], A.D.''Adv.''162.1 (Pass.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] mit od. zugleich versöhnen, aussöhnen, τινὰ [[πρός]] τινα, Dem. 19, 36 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1007.png Seite 1007]] mit od. zugleich versöhnen, aussöhnen, τινὰ [[πρός]] τινα, Dem. 19, 36 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=aider à réconcilier : τινί τινα qqn avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[διαλλάσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνδιαλλάσσω:''' атт. [[συνδιαλλάττω]] вместе примирять, помогать примирению Plut.: σ. τινί τινα πρός τινα Dem. помогать кому-л. примирить кого-л. с кем-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνδιαλλάσσω''': Ἀττικ. -ττω, διαλλάττω τινὰ μετ’ ἄλλου, συμφιλιώνω, ἵνα συ διαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἀλέας πρὸς τοὺς Φαρσαλίους Δημ. 352. 17, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 8, κτλ. ΙΙ. [[μεταβάλλω]] [[ὁμοῦ]], Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 372. | |lstext='''συνδιαλλάσσω''': Ἀττικ. -ττω, διαλλάττω τινὰ μετ’ ἄλλου, συμφιλιώνω, ἵνα συ διαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἀλέας πρὸς τοὺς Φαρσαλίους Δημ. 352. 17, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 8, κτλ. ΙΙ. [[μεταβάλλω]] [[ὁμοῦ]], Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 372. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. συνδιαλλάττω Α<br />[[συμβιβάζω]] δύο αντιμαχόμενες πλευρές, [[συμφιλιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συνδιαλλάσσομαι</i><br />[[αλλάζω]] [[μαζί]] η ταυτόχρονα με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ διηλλαγμένον | |mltxt=ΝΑ, και αττ. τ. συνδιαλλάττω Α<br />[[συμβιβάζω]] δύο αντιμαχόμενες πλευρές, [[συμφιλιώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>συνδιαλλάσσομαι</i><br />[[αλλάζω]] [[μαζί]] η ταυτόχρονα με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]] («τὸ διηλλαγμένον τοῦ ἐπιρρήματος συνδιηλλάγθαι τῷ πρωτοτυπῳ», Απολλ. Δύσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαλλάσσω]] «[[συμφιλιώνω]], [[αλλάζω]], [[μεταβάλλω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνδιαλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[συμβάλλω]] στη [[συμφιλίωση]], [[συμφιλιώνω]] από κοινού, [[μονοιάζω]], τινὰ [[πρός]] τινα, σε Δημ. | |lsmtext='''συνδιαλλάσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[συμβάλλω]] στη [[συμφιλίωση]], [[συμφιλιώνω]] από κοινού, [[μονοιάζω]], τινὰ [[πρός]] τινα, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Attic -ττω fut. ξω<br />to [[help]] in reconciling, τινὰ πρός τινα Dem. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:05, 21 September 2023
English (LSJ)
Att. συνδιαλλάττω,
A help in reconciling, ἵνα συνδιαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἁλεῖς πρὸς τοὺς Φαρσαλίους D.19.36, cf. Plu.Lys.8, etc.:—fut. Pass. συνδιαλλαχθήσομαι Men.Pk.428.
II alter together, A.D.Adv.162.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 1007] mit od. zugleich versöhnen, aussöhnen, τινὰ πρός τινα, Dem. 19, 36 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
aider à réconcilier : τινί τινα qqn avec qqn.
Étymologie: σύν, διαλλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
συνδιαλλάσσω: атт. συνδιαλλάττω вместе примирять, помогать примирению Plut.: σ. τινί τινα πρός τινα Dem. помогать кому-л. примирить кого-л. с кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
συνδιαλλάσσω: Ἀττικ. -ττω, διαλλάττω τινὰ μετ’ ἄλλου, συμφιλιώνω, ἵνα συ διαλλάττωσιν αὐτῷ τοὺς Ἀλέας πρὸς τοὺς Φαρσαλίους Δημ. 352. 17, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 8, κτλ. ΙΙ. μεταβάλλω ὁμοῦ, Ἀπολλ. ἐν τοῖς Α. Β. 372.
Greek Monolingual
ΝΑ, και αττ. τ. συνδιαλλάττω Α
συμβιβάζω δύο αντιμαχόμενες πλευρές, συμφιλιώνω
αρχ.
παθ. συνδιαλλάσσομαι
αλλάζω μαζί η ταυτόχρονα με κάποιον ή κάτι άλλο («τὸ διηλλαγμένον τοῦ ἐπιρρήματος συνδιηλλάγθαι τῷ πρωτοτυπῳ», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαλλάσσω «συμφιλιώνω, αλλάζω, μεταβάλλω»].
Greek Monotonic
συνδιαλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, συμβάλλω στη συμφιλίωση, συμφιλιώνω από κοινού, μονοιάζω, τινὰ πρός τινα, σε Δημ.
Middle Liddell
Attic -ττω fut. ξω
to help in reconciling, τινὰ πρός τινα Dem.