περιπίμπλαμαι: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(32) |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peripimplamai | |Transliteration C=peripimplamai | ||
|Beta Code=peripi/mplamai | |Beta Code=peripi/mplamai | ||
|Definition=Pass., < | |Definition=Pass., to [[be filled full of]]. λευκότητος περιεπλήσθη [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''156e: abs., περιεπλήσθη ἡ οἰκία X.''HG''3.2.28. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περι-πίμπλαμαι, alleen aor. pass., geheel gevuld worden. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />πληρούμαι από όλες τις πλευρές, [[τελείως]] («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ [[χρῶμα]] λευκότητος περιεπλήσθη», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>πίμπλαμαι</i> «[[γεμίζω]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιπίμπλαμαι:''' αόρ. αʹ <i>περιε-πλήσθην</i>, Παθ., πληρούμαι, [[γεμίζω]] εντελώς, σε Ξεν. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιπίμπλαμαι''': πληροῦμαι ἐντελῶς, λευκότητος περιεπλήσθη Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· ἀπολ., περιεπλήσθη ἡ [[οἰκία]] Ξεν. Ἑλλ. 3, 2. 28. | |lstext='''περιπίμπλαμαι''': πληροῦμαι ἐντελῶς, λευκότητος περιεπλήσθη Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· ἀπολ., περιεπλήσθη ἡ [[οἰκία]] Ξεν. Ἑλλ. 3, 2. 28. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=aor1 περιε-πλήσθην<br />Pass. to be [[filled]] [[full]], Xen. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:30, 26 September 2023
English (LSJ)
Pass., to be filled full of. λευκότητος περιεπλήσθη Pl.Tht.156e: abs., περιεπλήσθη ἡ οἰκία X.HG3.2.28.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πίμπλαμαι, alleen aor. pass., geheel gevuld worden.
Greek Monolingual
Α
πληρούμαι από όλες τις πλευρές, τελείως («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ χρῶμα λευκότητος περιεπλήσθη», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πίμπλαμαι «γεμίζω»].
Greek Monotonic
περιπίμπλαμαι: αόρ. αʹ περιε-πλήσθην, Παθ., πληρούμαι, γεμίζω εντελώς, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
περιπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, λευκότητος περιεπλήσθη Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· ἀπολ., περιεπλήσθη ἡ οἰκία Ξεν. Ἑλλ. 3, 2. 28.