περιπίμπλαμαι: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peripimplamai | |Transliteration C=peripimplamai | ||
|Beta Code=peripi/mplamai | |Beta Code=peripi/mplamai | ||
|Definition=Pass., to [[be filled full of]]. λευκότητος περιεπλήσθη Pl.''Tht.''156e: abs., περιεπλήσθη ἡ οἰκία X.''HG''3.2.28. | |Definition=Pass., to [[be filled full of]]. λευκότητος περιεπλήσθη [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''156e: abs., περιεπλήσθη ἡ οἰκία X.''HG''3.2.28. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 05:30, 26 September 2023
English (LSJ)
Pass., to be filled full of. λευκότητος περιεπλήσθη Pl.Tht.156e: abs., περιεπλήσθη ἡ οἰκία X.HG3.2.28.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-πίμπλαμαι, alleen aor. pass., geheel gevuld worden.
Greek Monolingual
Α
πληρούμαι από όλες τις πλευρές, τελείως («τὸ δὲ ξυγγενῆσαν τὸ χρῶμα λευκότητος περιεπλήσθη», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πίμπλαμαι «γεμίζω»].
Greek Monotonic
περιπίμπλαμαι: αόρ. αʹ περιε-πλήσθην, Παθ., πληρούμαι, γεμίζω εντελώς, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
περιπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, λευκότητος περιεπλήσθη Πλάτ. Θεαίτ. 156Ε· ἀπολ., περιεπλήσθη ἡ οἰκία Ξεν. Ἑλλ. 3, 2. 28.