μιτοεργός: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "λιθο" to "λιθο")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μιτοεργός]], -όν (Α)<br />(για το [[αδράχτι]]) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την [[κλωστή]] του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[λιθο]]-<i>εργός</i>].
|mltxt=[[μιτοεργός]], -όν (Α)<br />(για το [[αδράχτι]]) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την [[κλωστή]] του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίτος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. λιθο-<i>εργός</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:22, 26 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐτοεργός Medium diacritics: μιτοεργός Low diacritics: μιτοεργός Capitals: ΜΙΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: mitoergós Transliteration B: mitoergos Transliteration C: mitoergos Beta Code: mitoergo/s

English (LSJ)

μιτοεργόν, working the thread, AP6.289 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille le fil.
Étymologie: μίτος, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

μῐτοεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289.

Greek Monolingual

μιτοεργός, -όν (Α)
(για το αδράχτι) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την κλωστή του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].

Greek Monotonic

μῐτοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται την κλωστή, σε Ανθ.

Middle Liddell

μῐτο-εργός, όν [*ἔργω
working the thread, Anth.