ζῳοτροφία: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Thier" to "Tier") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1144.png Seite 1144]] ἡ, das Füttern, Halten von | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1144.png Seite 1144]] ἡ, das Füttern, Halten von Tieren, Plat. Polit. 261 d. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 05:29, 27 October 2023
English (LSJ)
ἡ, feeding of animals, Pl.Plt. 261e.
German (Pape)
[Seite 1144] ἡ, das Füttern, Halten von Tieren, Plat. Polit. 261 d.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζῳοτροφία -ας, ἡ [ζῷον, τρέφω] dierenhouderij.
Russian (Dvoretsky)
ζῳοτροφία: ἡ кормление животных Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳοτροφία: ἡ, τὸ τρέφειν ζῷα, Πλάτ. Πολιτ. 261Ε. ΙΙ.ζωοτροφία, τὰ πρὸς τὸ ζῆν χρήσιμα, Δούκας Ἱστορ. σ. 15.
Greek Monolingual
(I)
η (Μ ζωοτροφία) [[[ζωοτρόφος]] (Ι)]
η αναγκαία τροφή για τη συντήρηση της ζωής
νεοελλ.
στον πληθ. οι ζωοτροφίες
τα τρόφιμα που συντελούν στη συντήρηση της ζωής, τα αναγκαία προς το ζην
μσν.
1. ο ανεφοδιασμός
2. συσσίτιο.
(II)
η (AM ζῳοτροφία) [[[ζωοτρόφος]] (ΙΙ)]
εκτροφή ζώων, κτηνοτροφία, ζωοκομία.