ασυμβίβαστος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
(6)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσυμβίβαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να συμβιβαστεί, να συνδιαλλαγεί με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> απρόσεχτος, [[δύστροπος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[αδυναμία]] κρατικού λειτουργού, ιερωμένου, στρατιωτικού κ.λπ. να καταλάβει [[άλλο]] [[αξίωμα]] ή [[άλλη]] [[θέση]] ή να ασκήσει [[άλλο]] [[επάγγελμα]] αν δεν παραιτηθεί απ' αυτό που κατέχει.
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσυμβίβαστος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να συμβιβαστεί, να συνδιαλλαγεί με κάποιον ή [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> απρόσεχτος, [[δύστροπος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> η [[αδυναμία]] κρατικού λειτουργού, ιερωμένου, στρατιωτικού κ.λπ. να καταλάβει [[άλλο]] [[αξίωμα]] ή [[άλλη]] [[θέση]] ή να ασκήσει [[άλλο]] [[επάγγελμα]] αν δεν παραιτηθεί απ' αυτό που κατέχει.
}}
{{trml
|trtx====[[irreconcilable]]===
Belarusian: непрымірымы; Bulgarian: несъвместим, непримирим; Catalan: irreconciliable; Danish: uforenelig; Dutch: [[onverzoenlijk]], [[irreconciliabel]], [[onverenigbaar]]; Finnish: leppymätön, taipumaton, tinkimätön; French: [[irréconciliable]]; German: [[unversöhnlich]], [[unvereinbar]], [[unverträglich]]; Greek: [[ασυμβίβαστος]]; Ancient Greek: [[ἀδιάλλακτος]], [[ἀδιάλυτος]], [[ἀκατάλλακτος]], [[ἄμικτος]], [[ἀξύμβατος]], [[ἀσύμβατος]], [[ἀσυμβίβαστος]], [[ἀφιλίωτος]], [[εὔπταιστος]]; Hungarian: kibékíthetetlen, összeegyeztethetetlen; Italian: [[irreconciliabile]]; Japanese: 和解できない, 憎い, 敵対する; Latin: [[dissociabilis]]; Norwegian Bokmål: uforenelig, uforenlig, uforsonlig; Portuguese: [[irreconciliável]]; Romanian: ireconciliabil; Russian: [[непримиримый]]; Spanish: [[irreconciliable]]; Ukrainian: непримиримий, непримиренний
}}
}}

Latest revision as of 12:56, 2 November 2023

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀσυμβίβαστος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συμβιβαστεί, να συνδιαλλαγεί με κάποιον ή κάτι άλλο
νεοελλ.
1. απρόσεχτος, δύστροπος
2. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία κρατικού λειτουργού, ιερωμένου, στρατιωτικού κ.λπ. να καταλάβει άλλο αξίωμα ή άλλη θέση ή να ασκήσει άλλο επάγγελμα αν δεν παραιτηθεί απ' αυτό που κατέχει.

Translations

irreconcilable

Belarusian: непрымірымы; Bulgarian: несъвместим, непримирим; Catalan: irreconciliable; Danish: uforenelig; Dutch: onverzoenlijk, irreconciliabel, onverenigbaar; Finnish: leppymätön, taipumaton, tinkimätön; French: irréconciliable; German: unversöhnlich, unvereinbar, unverträglich; Greek: ασυμβίβαστος; Ancient Greek: ἀδιάλλακτος, ἀδιάλυτος, ἀκατάλλακτος, ἄμικτος, ἀξύμβατος, ἀσύμβατος, ἀσυμβίβαστος, ἀφιλίωτος, εὔπταιστος; Hungarian: kibékíthetetlen, összeegyeztethetetlen; Italian: irreconciliabile; Japanese: 和解できない, 憎い, 敵対する; Latin: dissociabilis; Norwegian Bokmål: uforenelig, uforenlig, uforsonlig; Portuguese: irreconciliável; Romanian: ireconciliabil; Russian: непримиримый; Spanish: irreconciliable; Ukrainian: непримиримий, непримиренний