ἀγάπημα: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγάπημα''': τό, Λατ. | |lstext='''ἀγάπημα''': τό, Λατ. [[deliciae]], ἀγαπητὸν, κεχαρισμένον, ἐπὶ προσώπου, Ἀνθ. Π. 10. 104, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039· ἐπὶ ἀγαπητοῦ ἐδέσματος, λίχνων ἀνδρῶν ἀγ., Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» Φιλ. 1. 6. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 13:52, 4 November 2023
English (LSJ)
τό, darling, of a person, Crates Theb.Fr.12, cf. Suet.Gramm.3, Epigr.Gr.1023 (Talmis):—generally, delight; of a dainty dish, λίχνων ἀνδρῶν ἀγάπημα Axionic.4.6; φίλον ὥραισιν ἀγάπημα Lyr.Alex.Adesp.24.
Spanish (DGE)
-μάτος, τό
• Prosodia: [ᾰγᾰ-]
delicia de dioses σοφῶν ἀνδρῶν ἀ., Εὐτελία Crates Theb.SHell.361, de pers. Πανός Suet.Gram.Rhet.3, χρυσοχέλ(υ) Παιάν, Μανδοῦλι, Ἀθηνᾶς ἀ. IMEG 167.1 (Talmis, imper.)
•de alimentos λίχνων ἀνδρῶν ἀ. delicia de golosos Axionic.4.6, c. dat. φίλιον ὥραισιν ἀ. prob. del vino Lyr.Adesp.8(c).
German (Pape)
[Seite 9] ατος, τό, Gegenstand der Liebe, Crat. Theb. 4 (X, 194), ἀνδρῶν ἀγαθῶν, für g. M. vgl. Axionic. Ath. VIII, 342 c.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet d'affection, délices.
Étymologie: ἀγαπάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγάπημα: ατος (ᾰγᾰ) τό предмет любви (ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἀ. Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάπημα: τό, Λατ. deliciae, ἀγαπητὸν, κεχαρισμένον, ἐπὶ προσώπου, Ἀνθ. Π. 10. 104, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039· ἐπὶ ἀγαπητοῦ ἐδέσματος, λίχνων ἀνδρῶν ἀγ., Ἀξιόνικος ἐν «Φιλευριπίδῃ» Φιλ. 1. 6.
Greek Monotonic
ἀγάπημα: -ατος, τό (ἀγαπάω), κάτι που συνιστά απόλαυση, τέρψη, λέγεται για αγαπημένο, προσφιλές έδεσμα, σε Ανθ.