αὐτοκατάκριτος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftokatakritos
|Transliteration C=aftokatakritos
|Beta Code=au)tokata/kritos
|Beta Code=au)tokata/kritos
|Definition=ον, [[self-condemned]], Ep.Tit.3.11, <span class="bibl">Ph.2.652</span>.
|Definition=αὐτοκατάκριτον, [[self-condemned]], Ep.Tit.3.11, Ph.2.652.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se condena a sí mismo]] αἱρετικὸς [[ἄνθρωπος]] <i>Ep.Tit</i>.3.11.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[como condenándose a sí mismo]] τίς δὲ κοσμήσει τὸν αὐ. ἑαυτὸν διαστρέφοντα; Epiph.Const.<i>Haer</i>.42.11.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0397.png Seite 397]] durch sich selbst verurtheilt, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0397.png Seite 397]] durch sich selbst verurtheilt, [[NT|N.T.]]
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui se condamne soi-même]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κατακρίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοκατάκρῐτος:''' [[сам себя осудивший]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοκατάκρῐτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] κατακρινόμενος, Ἐπιστ. π. Τιτ. γʹ, 11, Ἐκκλ.
|lstext='''αὐτοκατάκρῐτος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] κατακρινόμενος, Ἐπιστ. π. Τιτ. γʹ, 11, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se condamne soi-même.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κατακρίνω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se condena a sí mismo]] αἱρετικὸς [[ἄνθρωπος]] <i>Ep.Tit</i>.3.11.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[como condenándose a sí mismo]] τίς δὲ κοσμήσει τὸν αὐ. ἑαυτὸν διαστρέφοντα; Epiph.Const.<i>Haer</i>.42.11.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκατάκρῐτος:''' -ον ([[κατακρίνω]]), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''αὐτοκατάκρῐτος:''' -ον ([[κατακρίνω]]), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοκατάκρῐτος:''' [[сам себя осудивший]] NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:30, 23 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκατάκρῐτος Medium diacritics: αὐτοκατάκριτος Low diacritics: αυτοκατάκριτος Capitals: ΑΥΤΟΚΑΤΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: autokatákritos Transliteration B: autokatakritos Transliteration C: aftokatakritos Beta Code: au)tokata/kritos

English (LSJ)

αὐτοκατάκριτον, self-condemned, Ep.Tit.3.11, Ph.2.652.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se condena a sí mismo αἱρετικὸς ἄνθρωπος Ep.Tit.3.11.
2 adv. -ως como condenándose a sí mismo τίς δὲ κοσμήσει τὸν αὐ. ἑαυτὸν διαστρέφοντα; Epiph.Const.Haer.42.11.

German (Pape)

[Seite 397] durch sich selbst verurtheilt, N.T.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se condamne soi-même.
Étymologie: αὐτός, κατακρίνω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοκατάκρῐτος: сам себя осудивший NT.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκατάκρῐτος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ κατακρινόμενος, Ἐπιστ. π. Τιτ. γʹ, 11, Ἐκκλ.

English (Strong)

from αὐτός and a derivative or κατακρίνω; self-condemned: condemned of self.

English (Thayer)

ἀυτοκατακριτον (αὐτός, κατακρίνω), self-condemned: Winer's Grammar, § 34,3)).

Greek Monolingual

αὐτοκατάκριτος, -ον (AM) κατακρίνω
εκείνος του οποίου τα έργα επισύρουν την κατάκριση, ο αξιοκατάκριτος.

Greek Monotonic

αὐτοκατάκρῐτος: -ον (κατακρίνω), αυτός που κατακρίνει, καταδικάζει τον εαυτό του, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

κατακρίνω
self-condemned, NTest.

Chinese

原文音譯:aÙtokat£kritoj 凹拖-卡他-克里拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:同一的-向下-審判的
字義溯源:自己定罪,自責的,自知不是;由(αὐτός)=自己)與(κατακρίνω)=判罪)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身),而 (κατακρίνω)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編
1) 自己定罪自己(1) 多3:11