Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πήλινος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(10)
 
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pilinos
|Transliteration C=pilinos
|Beta Code=ph/linos
|Beta Code=ph/linos
|Definition=η, ον, also ος, ον <span class="bibl">D.Chr.31.152</span> : (πηλός) :—<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of clay</b>, <b class="b3">ἀνδριὰς π</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Metaph.</span>1035a32</span>; <b class="b3">οἱ π</b>. <b class="b2">clay figures</b>, <span class="bibl">D.4.26</span> ; <b class="b3">τοῖχοι π</b>. <span class="bibl">Plu. <span class="title">Dem.</span>11</span>; π. εἰκόνες D.Chr. l. c.; π. βωμός <span class="title">Com.Adesp.</span>341; <b class="b3">π. ὀξύ</b> pointed nest <b class="b2">of clay</b>, built by the mason-bee, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>555a14</span>; π. ἔργα <span class="bibl"><span class="title">PPetr.</span>3p.143</span> (iii B. C.).</span>
|Definition=η, ον, also ος, ον D.Chr.31.152: ([[πηλός]]):—[[of clay]], <b class="b3">ἀνδριὰς π.</b> [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1035a32; <b class="b3">οἱ π.</b> [[clay figures]], D.4.26; <b class="b3">τοῖχοι π.</b> Plu. ''Dem.''11; π. εἰκόνες D.Chr. l. c.; π. βωμός ''Com.Adesp.''341; <b class="b3">π. ὀξύ</b> pointed nest [[of clay]], built by the mason-bee, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''555a14; π. ἔργα ''PPetr.''3p.143 (iii B. C.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0610.png Seite 610]] von Thon, Lehm gemacht, thönern, lehmern; Dem. 4, 26; ἔργα, Luc. Prom. 1.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> [[de boue]] <i>ou</i> d'argile;<br /><b>2</b> [[fait en torchis]].<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]].
}}
{{elnl
|elnltext=πήλινος -η -ον [πηλός] [[van klei]].
}}
{{elru
|elrutext='''πήλῐνος:''' <b class="num">II</b> ὁ [[глиняная фигура]] Dem.<br />глиняный ([[ἀνδριάς]] Arst.; ἔργα Luc.; στεγάσματα Plut.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πήλινος]], -ίνη, -ον και δωρ. τ. [[πάλινος]], ΝΜΑ [[πηλός]]<br />κατασκευασμένος από πηλό (α. «πήλινα αγγεία» β. «τας πηλίνας λεκάνας», Παπαδ.<br />γ. «τὰ πήλινα καὶ κεράμεα στεγάσματα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οἱ πήλινοι</i><br />οι πήλινοι ανδριάντες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πήλινον ὀξύ» — [[φωλιά]] από [[λάσπη]] που καταλήγει σε κωνική [[στέγη]], φτιαγμένη από αγριομέλισσες ή άλλα έντομα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πήλινος:''' -η, -ον ([[πηλός]]), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, Λατ. [[fictilis]], <i>οἱ πήλινοι</i>, οι πήλινες κατασκευές, σε Δημ.
}}
{{ls
|lstext='''πήλῐνος''': -η, -ον, καὶ παρὰ Δίωνι Χρυσ. 1. 646 ος, ον (πηλός)· ― ὁ ἐκ πηλοῦ, Λατ. fictilis, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10· ἀνδριὰς π. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 10, 10· οἱ πήλινοι, ἐκ πηλοῦ εἰκόνες, ἀγάλματα, Δημ. 47. 15· π. ὀξύ, εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα πηλίνη [[θήκη]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 24.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πήλινος]], η, ον [[πηλός]]<br />of [[clay]], Lat. [[fictilis]], οἱ πήλινοι [[clay]] figures, Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[fashioned from clay]]
}}
}}

Latest revision as of 21:57, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήλῐνος Medium diacritics: πήλινος Low diacritics: πήλινος Capitals: ΠΗΛΙΝΟΣ
Transliteration A: pḗlinos Transliteration B: pēlinos Transliteration C: pilinos Beta Code: ph/linos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον D.Chr.31.152: (πηλός):—of clay, ἀνδριὰς π. Arist.Metaph.1035a32; οἱ π. clay figures, D.4.26; τοῖχοι π. Plu. Dem.11; π. εἰκόνες D.Chr. l. c.; π. βωμός Com.Adesp.341; π. ὀξύ pointed nest of clay, built by the mason-bee, Arist.HA555a14; π. ἔργα PPetr.3p.143 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 610] von Thon, Lehm gemacht, thönern, lehmern; Dem. 4, 26; ἔργα, Luc. Prom. 1.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 de boue ou d'argile;
2 fait en torchis.
Étymologie: πηλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πήλινος -η -ον [πηλός] van klei.

Russian (Dvoretsky)

πήλῐνος: IIглиняная фигура Dem.
глиняный (ἀνδριάς Arst.; ἔργα Luc.; στεγάσματα Plut.).

Greek Monolingual

-η, -ο / πήλινος, -ίνη, -ον και δωρ. τ. πάλινος, ΝΜΑ πηλός
κατασκευασμένος από πηλό (α. «πήλινα αγγεία» β. «τας πηλίνας λεκάνας», Παπαδ.
γ. «τὰ πήλινα καὶ κεράμεα στεγάσματα», Πλούτ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. οἱ πήλινοι
οι πήλινοι ανδριάντες
2. φρ. «πήλινον ὀξύ» — φωλιά από λάσπη που καταλήγει σε κωνική στέγη, φτιαγμένη από αγριομέλισσες ή άλλα έντομα.

Greek Monotonic

πήλινος: -η, -ον (πηλός), αυτός που είναι φτιαγμένος από πηλό, Λατ. fictilis, οἱ πήλινοι, οι πήλινες κατασκευές, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

πήλῐνος: -η, -ον, καὶ παρὰ Δίωνι Χρυσ. 1. 646 ος, ον (πηλός)· ― ὁ ἐκ πηλοῦ, Λατ. fictilis, Ἰσοκρ. Ἐπιστ. 10· ἀνδριὰς π. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 10, 10· οἱ πήλινοι, ἐκ πηλοῦ εἰκόνες, ἀγάλματα, Δημ. 47. 15· π. ὀξύ, εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσα πηλίνη θήκη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 24.

Middle Liddell

πήλινος, η, ον πηλός
of clay, Lat. fictilis, οἱ πήλινοι clay figures, Dem.

English (Woodhouse)

fashioned from clay

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)