σπιθαμιαῖος: Difference between revisions
τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spithamiaios | |Transliteration C=spithamiaios | ||
|Beta Code=spiqamiai=os | |Beta Code=spiqamiai=os | ||
|Definition=α, ον, [[a span long]], [[a span broad]], etc., Hp.''Art.''72, Arist.''HA''630a33, ''Pol.''1326a40, Plb.6.22.4, etc. | |Definition=α, ον, [[a span long]], [[a span broad]], etc., Hp.''Art.''72, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''630a33, ''Pol.''1326a40, Plb.6.22.4, etc. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 22:02, 24 November 2023
English (LSJ)
α, ον, a span long, a span broad, etc., Hp.Art.72, Arist.HA630a33, Pol.1326a40, Plb.6.22.4, etc.
German (Pape)
[Seite 921] von einer Spanne, eine Spanne lang, Pol. 6, 22, 4. 34, 10, 9 u. a. Sp.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπιθαμιαῖος -α -ον [σπιθαμή] met de lengte van een span.
Russian (Dvoretsky)
σπῐθᾰμιαῖος: размером в пядь Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σπῐθᾰμιαῖος: -α, -ον, ὁ ἔχων μῆκος ἢ πλάτος κτλ. μιᾶς σπιθαμῆς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 4, Πολιτικ. 7. 4, 10 (σπιθαμαῖος εἶναι πλημμελὴς γραφή, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 544)· - ὡσαύτως σπιθαμήσιος, α, ον, Ἀθανασ.
Greek Monolingual
-α, -ο / σπιθαμιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει το μήκος ή το ύψος μιας σπιθαμής
νεοελλ.
μτφ. ο υπερβολικά βραχύσωμος, ο πολύ κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπιθαμή + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. δακτυλιαίος)].