ᾠοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(13)
 
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=ōoeidēs
|Transliteration B=ōoeidēs
|Transliteration C=ooeidis
|Transliteration C=ooeidis
|Beta Code=w)|oeidh/s
|Beta Code=w)|oeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">egg-shaped, ovoid</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>539b12</span>, <span class="bibl">555b24</span>, <span class="bibl"><span class="title">GA</span>733a31</span>, <span class="bibl">Eudox.<span class="title">Ars</span>19.14</span>; cf. <b class="b3">ᾠώδης</b>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">τὸ ᾠ</b>., = [[τὸ ὑδατοειδές]], the <b class="b2">aqueous humour</b> of the eye, Gal.19.358, <span class="bibl">Aët.7.1</span>.</span>
|Definition=ᾠοειδές,<br><span class="bld">A</span> [[egg-shaped]], [[ovoid]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''539b12, 555b24, ''GA''733a31, Eudox.''Ars''19.14; cf. [[ᾠώδης]].<br><span class="bld">II</span> [[τὸ ᾠοειδές]] = [[τὸ ὑδατοειδές]], the [[aqueous humour]] of the eye, Gal.19.358, Aët.7.1.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />semblable à un œuf, ovale ; τὸ ᾠοειδές PLUT humeur <i>ou</i> sécrétion humide des yeux.<br />'''Étymologie:''' [[ᾠόν]], [[εἶδος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ᾠοειδής:''' [[яйцевидный]], [[овальный]] (σκώληκες Arst.; [[σχῆμα]] Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''ᾠοειδής''': -ές, γεν. έος, [[ὅμοιος]] ᾠῷ, ἔχων τὸ [[σχῆμα]] ᾠοῦ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 9.. 5. 28, 2, περὶ Ζ. Γεν. 2. 1, 22, κ. ἀλλ· πρβλ. [[ᾠώδης]]. ΙΙ. τὸ ᾠοειδές = τὸ ὑδατοειδές, τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ ὑδατῶδες ὑγρόν, Γαλην. 19. 358, Θεόφιλ. Πρωτοσπαθ. σ. 152· καὶ [[αὐτόθι]] Greenhill.
}}
{{grml
|mltxt=-ές / [[ᾠοειδής]], -ές, ΝΜΑ<br />όμοιος με ωό, αυτός που έχει το [[σχήμα]] αβγού (α. «ωοειδές [[πρόσωπο]]» β. «σκώληκες ᾠοειδεῖς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «[[ωοειδής]] [[βόθρος]]» β. «ωοειδές [[τρήμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ωοειδής]]<br /><b>μαθημ.</b> [[είδος]] καμπύλης (α. «[[ωοειδής]] του Καρτεσίου» β. «[[ωοειδής]] του Κασίνι»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ωοειδές</i><br /><b>(πετρογρ.)</b> [[ωοειδής]] ή σφαιρική κρυσταλλική [[απόθεση]] με συγκεντρική ή ακτινωτή [[δομή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το υδατώδες [[υγρό]] του ματιού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωοειδώς</i> Ν<br />με ωοειδές [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:25, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠοειδής Medium diacritics: ᾠοειδής Low diacritics: ωοειδής Capitals: ΩΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: ōioeidḗs Transliteration B: ōoeidēs Transliteration C: ooeidis Beta Code: w)|oeidh/s

English (LSJ)

ᾠοειδές,
A egg-shaped, ovoid, Arist.HA539b12, 555b24, GA733a31, Eudox.Ars19.14; cf. ᾠώδης.
II τὸ ᾠοειδές = τὸ ὑδατοειδές, the aqueous humour of the eye, Gal.19.358, Aët.7.1.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à un œuf, ovale ; τὸ ᾠοειδές PLUT humeur ou sécrétion humide des yeux.
Étymologie: ᾠόν, εἶδος.

Russian (Dvoretsky)

ᾠοειδής: яйцевидный, овальный (σκώληκες Arst.; σχῆμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ᾠοειδής: -ές, γεν. έος, ὅμοιος ᾠῷ, ἔχων τὸ σχῆμα ᾠοῦ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 9.. 5. 28, 2, περὶ Ζ. Γεν. 2. 1, 22, κ. ἀλλ· πρβλ. ᾠώδης. ΙΙ. τὸ ᾠοειδές = τὸ ὑδατοειδές, τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ ὑδατῶδες ὑγρόν, Γαλην. 19. 358, Θεόφιλ. Πρωτοσπαθ. σ. 152· καὶ αὐτόθι Greenhill.

Greek Monolingual

-ές / ᾠοειδής, -ές, ΝΜΑ
όμοιος με ωό, αυτός που έχει το σχήμα αβγού (α. «ωοειδές πρόσωπο» β. «σκώληκες ᾠοειδεῖς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «ωοειδής βόθρος» β. «ωοειδές τρήμα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ωοειδής
μαθημ. είδος καμπύλης (α. «ωοειδής του Καρτεσίου» β. «ωοειδής του Κασίνι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το ωοειδές
(πετρογρ.) ωοειδής ή σφαιρική κρυσταλλική απόθεση με συγκεντρική ή ακτινωτή δομή
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες υγρό του ματιού.
επίρρ...
ωοειδώς Ν
με ωοειδές σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -ειδής].