χειραφέτηση: Difference between revisions
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
(46) |
m (Text replacement - "Ancient Greek: ἀπελευθερισμός, ἀπελευθέρωσις, ἐκποίησις, ἐξοικείωσις, ἐξωχειριότης, καρπισμός, χειραφεσία; Ancient Greek:...) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[χειραφετώ]]<br /><b>2.</b> [[απελευθέρωση]] από την [[εξουσία]] κάποιου (α. «η [[χειραφέτηση]] της γυναίκας στην [[εποχή]] μας» β. «η [[χειραφέτηση]] τών λαών του τρίτου κόσμου»)<br /><b>3.</b> [[τερματισμός]] της πατρικής εξουσίας ή κηδεμονίας στον ανήλικο, [[χειραφεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειραφετώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>χειραφέτησις</i>, μαρτυρείται από το 1876 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη]. | |mltxt=η, Ν<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[χειραφετώ]]<br /><b>2.</b> [[απελευθέρωση]] από την [[εξουσία]] κάποιου (α. «η [[χειραφέτηση]] της γυναίκας στην [[εποχή]] μας» β. «η [[χειραφέτηση]] τών λαών του τρίτου κόσμου»)<br /><b>3.</b> [[τερματισμός]] της πατρικής εξουσίας ή κηδεμονίας στον ανήλικο, [[χειραφεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειραφετώ]]. Η λ., στον λόγιο τ. <i>χειραφέτησις</i>, μαρτυρείται από το 1876 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[emancipation]]=== | |||
Belarusian: эмансіпацыя, вызваленне; Bulgarian: еманципация; Catalan: emancipació; Chinese Mandarin: 解放; Czech: osvobození, emancipace; Danish: frigørelse, frigørelser; Dutch: [[ontvoogding]], [[emancipatie]]; Esperanto: emancipiĝo; Finnish: vapauttaminen, vapautus; French: [[émancipation]]; Galician: emancipación; German: [[Emanzipation]], [[Freilassen]], [[Freilassung]]; Greek: [[χειραφέτηση]]; Ancient Greek: [[ἀπελευθερισμός]], [[ἀπελευθέρωσις]], [[ἐκποίησις]], [[ἐξοικείωσις]], [[ἐξωχειριότης]], [[καρπισμός]], [[χειραφεσία]]; Hebrew: אמנציפציה; Hungarian: felszabadítás, emancipáció; Japanese: 解放; Kazakh: эмансипация; Khmer: ការអោយរួចជាអ្នកជា; Kurdish Central Kurdish: ڕزگاری; Latvian: emancipācija, atbrīvošana; Latin: [[emancipatio]]; Macedonian: ослободување, еманципација; Polish: emancypacja, wyzwolenie; Portuguese: [[emancipação]]; Romanian: emancipare; Russian: [[эмансипация]], [[освобождение]]; Sanskrit: मोक्ष; Spanish: [[emancipación]]; Swedish: frigörelse, emancipation; Ukrainian: емансипація, зві́льнення; Welsh: rhyddfreiniad; Yiddish: עמאַנציפּאַציע | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:51, 15 December 2023
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χειραφετώ
2. απελευθέρωση από την εξουσία κάποιου (α. «η χειραφέτηση της γυναίκας στην εποχή μας» β. «η χειραφέτηση τών λαών του τρίτου κόσμου»)
3. τερματισμός της πατρικής εξουσίας ή κηδεμονίας στον ανήλικο, χειραφεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειραφετώ. Η λ., στον λόγιο τ. χειραφέτησις, μαρτυρείται από το 1876 στον Ιγνάτιο Μοσχάκη].
Translations
emancipation
Belarusian: эмансіпацыя, вызваленне; Bulgarian: еманципация; Catalan: emancipació; Chinese Mandarin: 解放; Czech: osvobození, emancipace; Danish: frigørelse, frigørelser; Dutch: ontvoogding, emancipatie; Esperanto: emancipiĝo; Finnish: vapauttaminen, vapautus; French: émancipation; Galician: emancipación; German: Emanzipation, Freilassen, Freilassung; Greek: χειραφέτηση; Ancient Greek: ἀπελευθερισμός, ἀπελευθέρωσις, ἐκποίησις, ἐξοικείωσις, ἐξωχειριότης, καρπισμός, χειραφεσία; Hebrew: אמנציפציה; Hungarian: felszabadítás, emancipáció; Japanese: 解放; Kazakh: эмансипация; Khmer: ការអោយរួចជាអ្នកជា; Kurdish Central Kurdish: ڕزگاری; Latvian: emancipācija, atbrīvošana; Latin: emancipatio; Macedonian: ослободување, еманципација; Polish: emancypacja, wyzwolenie; Portuguese: emancipação; Romanian: emancipare; Russian: эмансипация, освобождение; Sanskrit: मोक्ष; Spanish: emancipación; Swedish: frigörelse, emancipation; Ukrainian: емансипація, зві́льнення; Welsh: rhyddfreiniad; Yiddish: עמאַנציפּאַציע