εὔχροος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source
(CSV import)
 
mNo edit summary
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eychroos
|Transliteration C=eychroos
|Beta Code=eu)/xroos
|Beta Code=eu)/xroos
|Definition=ον, contr. εὔχρους, ουν, Ion. εὔχροιος, ον, (χρόα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-coloured, of good</b> or <b class="b2">healthy complexion</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>3.17</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Lac.</span>5.8</span>, etc.; κριὸν εὔχρουν <span class="title">IG</span>5(1).1390.67 (Andania, i B.C.): Comp. -οώτερος <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.1.41</span>; -ούστερος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>863b1</span>: Sup. -ούστατος ib.<span class="bibl">960b5</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in Music, εὔχροα χρώματα <span class="bibl">Philoch.66</span>.</span>
|Definition=[[εὔχροον]], contr. [[εὔχρους]], [[εὔχρουν]], Ion. [[εὔχροιος]], ον, ([[χρόα]])<br><span class="bld">A</span> [[well-coloured]], [[of good complexion]] or [[of healthy complexion]], Hp.''Aph.''3.17, X.''Lac.''5.8, etc.; κριὸν εὔχρουν ''IG''5(1).1390.67 (Andania, i B.C.): Comp. εὐχροώτερος [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.1.41; εὐχρούστερος Arist.''Pr.''863b1: Sup. εὐχρούστατος ib.960b5.<br><span class="bld">2</span> in Music, εὔχροα χρώματα Philoch.66.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1110.png Seite 1110]] zsgz. εὔχρους, von guter, gesunder Farbe, gesundem Aussehen, Xen. Lac. 5, 8; Arist. u. Folgende; εὔχρους [[χρόα]], schöne Farbe, Theophr., wie χρώματα εὔχροα Philoch. Ath. XIV, 638 a; εὐχροώτερος, Xen. Cyr. 8, 1, 41; εὐχρούστερος, Arist. probl. 2, 30 u. Theophr.; s. Lob. Phryn. p. 143. Vgl. [[εὔχρως]].
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />[[de belle couleur]], [[de beau teint]];<br /><i>Cp.</i> εὐχροώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χρόα]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔχροος:''' стяж. [[εὔχρους]] 2 [[с красивым цветом]] (лица), [[цветущий]], [[свежий]] (на вид) Xen., Arst.
}}
{{ls
|lstext='''εὔχροος''': -ον, σηνῃρημ. εὔχρους, ουν· Ἰων. εὔχροιος, ον· πρβλ. [[εὔχρως]]· ([[χρόα]])· ἔχων καλόν, ζωηρόν, ἀνθηρὸν [[χρῶμα]], καλὴν ἐπιδερμίδα, ὑγιής, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ξεν. Λακ. 5. 8, κτλ.· - Συγκρ. -οώτερος Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· -ούστερος Ἀριστ. Προβλ. 2. 30, κτλ.· Ὑπερθ. -ούστατος [[αὐτόθι]] 32. 1. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, εὔχροα χρώματα Φιλόχορ. παρ’ Ἀθην. 638Α. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Β΄ σ. 49 κἑξ.
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔχροος:''' -ον, συνηρ. -χρους, <i>-ουν</i>, Ιων. -χροιος, <i>-ον</i> ([[χρόα]])· αυτός που έχει καλό [[χρώμα]], [[ζωηρόχρωμος]], αυτός που έχει [[καλή]] όψη, όμορφη [[επιδερμίδα]] προσώπου, [[ακμαίος]], [[σφριγηλός]], [[υγιής]], σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. <i>-οώτερος</i>, στον ίδ.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 30 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχροος Medium diacritics: εὔχροος Low diacritics: εύχροος Capitals: ΕΥΧΡΟΟΣ
Transliteration A: eúchroos Transliteration B: euchroos Transliteration C: eychroos Beta Code: eu)/xroos

English (LSJ)

εὔχροον, contr. εὔχρους, εὔχρουν, Ion. εὔχροιος, ον, (χρόα)
A well-coloured, of good complexion or of healthy complexion, Hp.Aph.3.17, X.Lac.5.8, etc.; κριὸν εὔχρουν IG5(1).1390.67 (Andania, i B.C.): Comp. εὐχροώτερος X.Cyr.8.1.41; εὐχρούστερος Arist.Pr.863b1: Sup. εὐχρούστατος ib.960b5.
2 in Music, εὔχροα χρώματα Philoch.66.

German (Pape)

[Seite 1110] zsgz. εὔχρους, von guter, gesunder Farbe, gesundem Aussehen, Xen. Lac. 5, 8; Arist. u. Folgende; εὔχρους χρόα, schöne Farbe, Theophr., wie χρώματα εὔχροα Philoch. Ath. XIV, 638 a; εὐχροώτερος, Xen. Cyr. 8, 1, 41; εὐχρούστερος, Arist. probl. 2, 30 u. Theophr.; s. Lob. Phryn. p. 143. Vgl. εὔχρως.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
de belle couleur, de beau teint;
Cp. εὐχροώτερος.
Étymologie: εὖ, χρόα.

Russian (Dvoretsky)

εὔχροος: стяж. εὔχρους 2 с красивым цветом (лица), цветущий, свежий (на вид) Xen., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχροος: -ον, σηνῃρημ. εὔχρους, ουν· Ἰων. εὔχροιος, ον· πρβλ. εὔχρως· (χρόα)· ἔχων καλόν, ζωηρόν, ἀνθηρὸν χρῶμα, καλὴν ἐπιδερμίδα, ὑγιής, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ξεν. Λακ. 5. 8, κτλ.· - Συγκρ. -οώτερος Ξεν. Κύρ. 8. 1, 41· -ούστερος Ἀριστ. Προβλ. 2. 30, κτλ.· Ὑπερθ. -ούστατος αὐτόθι 32. 1. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, εὔχροα χρώματα Φιλόχορ. παρ’ Ἀθην. 638Α. - Ἴδε Κόντον ἐν Σωκράτει τόμ. Β΄ σ. 49 κἑξ.

Greek Monotonic

εὔχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν, Ιων. -χροιος, -ον (χρόα)· αυτός που έχει καλό χρώμα, ζωηρόχρωμος, αυτός που έχει καλή όψη, όμορφη επιδερμίδα προσώπου, ακμαίος, σφριγηλός, υγιής, σε Ξεν. κ.λπ.· συγκρ. -οώτερος, στον ίδ.