ἀποπλέκω: Difference between revisions
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apopleko | |Transliteration C=apopleko | ||
|Beta Code=a)pople/kw | |Beta Code=a)pople/kw | ||
|Definition=[[separate]], Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ | |Definition=[[separate]], Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos. Alch.p.110B.: especially in pf. part. [[ἀποπεπλεγμένος]], [[ἀποπεπλεγμένη]], [[ἀποπεπλεγμένον]] = [[divorced]], [[separated]], [[γυνή]] ''PGen.''19.3 (ii A.D.); [[ἀνήρ]] ''BGU''118ii11 (ii A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 08:21, 30 January 2024
English (LSJ)
separate, Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos. Alch.p.110B.: especially in pf. part. ἀποπεπλεγμένος, ἀποπεπλεγμένη, ἀποπεπλεγμένον = divorced, separated, γυνή PGen.19.3 (ii A.D.); ἀνήρ BGU118ii11 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
1 destrenzar (σειράν) Pall.H.Laus.22.5.
2 en v. med. separarse συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16
•part. perf. pas. separado de cónyuges ἀποπετιλεγμένης αὐτοῦ γυναικός PGen.19.3 (II d.C.) en BL 1.1600, PFlor.301.11 (II d.C.), ἀνήρ BGU 118.2.11 (II d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλέκω: παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, μόλις οὖν ἀλλήλων ἡμεῖς ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345.
Greek Monolingual
(AM ἀποπλέκομαι)
νεοελλ.
1. τελειώνω το πλέξιμο
2. (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι
μσν.
(-ομαι) ξεμπλέκω, απαλλάσσομαι από κάτι
αρχ.
αφήνω τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι.